Αναρτήσεις

Γενέθλιος μήνας

Εικόνα
Γη που ξεσπάς σε μιαν ανελέητη ανθοφορία Ήλιε που είσαι ατόφια γενναιόδωρος Πλάσματα γενναία που εξέρχεστε της χειμερίας νάρκης Και πουλιά που δε σας φοβίζει το άπειρο Άνθρωπε φύλλο εσύ γιομάτο φλέβες άλικες Αίμα που ζωντανή την αντλία της μήτρας κρατάς Μάη επαναστάτη                          που γεννάς το ανέσπερο! Photo by Nicoletta Simonos

Νυχτερινό

Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Κι εγώ γελάω με την τύχη που μου έλαχε Που με χαιρέτησε βουβά μια κάποια νύχτα Μ' άφησε μες στο αίμα μου να πνίγομαι Κι ούτε που να μου πει μια καληνύχτα   Ήταν που έζησα για σένα και για μένανε Ήταν που έσβησα τα φώτα πριν με πάρει Κείνο το σύννεφο που πάντοτε μου έταζε Πως θα με πάει να γνωρίσω το φεγγάρι Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Μίλα μου, αγάπη μου, πώς να ακούσω τη σιωπή μου Φέρε μου,

Μοναχά η λέξη

Εισβολές εισβολές Όλεθρος όλεθρος Πόλεμος Παιδί νεκρό Όχλος μαινόμενος Κι άλλο παιδί νεκρό Κι άλλο παιδί Κι άλλο νεκρό Όχλος μαινόμενος Εισβολές εισβολές Όλεθρος όλεθρος Μαχαίρι φαρμάκι καρφί Ένδεια πείνα   Προπηλακισμοί Όχλος μαινόμενος Εκτοπισμός πρόσφυγες Βιασμοί Βόμβα ρουκέτα θάνατος Αί μα αν θρώ που ρουφηγμένο από άνθρωπο Κι όλο το μαύρο του ντουνιά δε φτάνει για να καλύψει την αχρηστία σου Κι όλο το άσπρο του ντουνιά δε φτάνει για να ξεπλύνει την ντροπή σου ρε συ άνθρωπε   Τα δέντρα τα πουλιά θυμώνουνε μαζί σου Νύχτες αφέγγαρες Μέρες ανήλιαγες πλέον Θυμώσανε μαζί σου ως και οι φωτοδότες μας Στο σκότος σου τώρα κοιμήσου τον ύπνο του δικαίου Στο σκότος σου τώρα θάψε βαθιά την επίπλαστη ευτυχία σου την ψεύτικη ζωή σου την υποκριτική ηθική και ηθικολογία σου Και κλάψε όπως γέλασε Ναι εσύ ρε συ άν θρω πε Καληνύχτα παιδί μου Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ Ν.

Καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό | José Martí

Εικόνα
José Martí (1853-1895) ΧΟΣΕ ΜΑΡΤΙ   ΚΑΛΛΙΕΡΓΩ ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΛΕΥΚΟ Καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό τον Ιούλη όπως και τον Γενάρη ο φίλος ο ειλικρινής για να το πάρει που μου τείνει το χέρι του τ' αληθινό. Και για κείνον τον σκληρό που μου ξεσκίζει την καρδιά με την οποία ζω, ούτε γαϊδουράγκαθα μήτε τσουκνίδες καλλιεργώ· καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Αργά μες στη ζωή | Pierre Reverdy

Εικόνα
Pierre Reverdy (1889-1960) PIERRE REVERDY ΑΡΓΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ Είμαι σκληρός Είμαι τρυφερός Κι έχασα τον καιρό μου Να ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι Να κοιμάμαι περπατώντας Παντού απ’ όπου πέρασα Βρήκα την απουσία μου Δεν είμαι πουθενά Παρά μέσα στο τίποτα μονάχα Μα κουβαλώ κρυμμένο στο μέρος το ψηλότερο των σπλάχνων μου Στο μέρος όπου ο κεραυνός τόσο συχνά χτυπάει Μια καρδιά όπου η κάθε λέξη έχει αφήσει την πληγή της Κι απ’ το παραμικρό της σάλεμα στραγγίζει η ζωή μου. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Αλωνάκι της ποίησης

Το ρόδο το λευκό | Attilio Bertolucci

Εικόνα
Attilio Bertolucci (1911-2000) ATTILIO BERTOLUCCI ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΟ ΛΕΥΚΟ Για σένανέ θα κόψω το ύστατο ρόδο του κήπου, το ρόδο κείνο το λευκό που με την πρώτη ανθίζει την ομίχλη. Μέχρι χτες τις αδηφάγες μέλισσες μουσαφιραίες είχε, μα είν’ ακόμα τόσο γλυκό που να ριγεί σου κάνει την καρδία. Είν' το πορτρέτο σου στην ηλικία των τριάντα, αφηρημένη ελαφρώς, όπως θα είσαι τότε σε κείν' την ηλικία. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Main dans la main

Σου κρατάω το χέρι και ξέρω πως αν το αφήσω δεν θα πέσει. Το κρατάω όμως γιατί το θέλω εγώ. Διασχίζουμε main dans la main τη ζωή σα να 'ναι το σοκάκι που στις 3 τα ξημερώματα καθόλου συνετοί και νηφάλιοι                                    κατηφορίζουμε εγώ ξυπόλητη κι εσύ ξαναναμμένος.

Σ' αγαπώ πα να πει ηττήθηκα

η αγάπη αρχίζει με άλφα και τελειώνει με ήττα την ήττα του εγωισμού και μπορεί το σημαίνον να ολοκληρώνεται με ήττα για το σημαινόμενο, ωστόσο, τούτη η ήττα  δεν είναι άλλη από την αρχή: τη μεγαλύτερη νίκη μας - σ' αγαπώ πα να πει ηττήθηκα μεγάλο, σου λέω, σπουδαίο πράγμα.

Περί απολογισμού εν όψει του νέου έτους

Τέτοιες μέρες, όλοι διατείνονται ότι θα κάνουν τον απολογισμό της απερχόμενης χρονιάς. Κι εγώ νιώθω έξω από τα νερά μου, σαν να είμαι αλλόκοσμη ένα πράμα. Γιατί εμένα ούτε που μου περνά από το μυαλό. Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πρόκειται για μια λέξη που δε μου είναι συμπαθής. Δε μου λέει τίποτα, για την ακρίβεια. Όποιος θέλει να απολογηθεί, ας πάει στο δικαστήριο. Εκτός κι αν δικάζει ο ίδιος τον εαυτό του, γιατί μάλλον περί αυτού πρόκειται. Προσωπικά, δεν τα πάω καλά ούτε με τα δικαστήρια, τους υπολογισμούς, τους λογαριασμούς, τους αριθμούς - τα χρήματα. Αλλά, κι από την άλλη, δεν πιστεύω στο μοίρασμα του χρόνου. Αυτό είναι ανθρώπινη εφεύρεση. Ο χρόνος κυλά σαν το νερό, πετά σαν τον αέρα, σε ροή ενιαία και ακατάπαυστη. Κι εμείς, ο καθένας μας, έχουμε μια χρονική αρχή κι ένα χρονικό τέλος. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος πρέπει ντε και καλά να βάζει στόχους με τρόπο ψυχαναγκαστικό (όπως πρέπει και να σκέφτεται θετικά και άλλα του σειρμού lifestyle κόλπα) και να τους πραγ

Ώσπου μια μέρα

Είδα στον ύπνο μου πουλιά, κι εγώ πουλί μαζί τους πως πέταγα εκεί ψηλά, πάνω από γη και θάλασσα, μ’ αν και πουλί σκεφτόμουνα πως τη ζωή μου χάλασα. Στον ύπνο ίδιες σκέψεις με τον ξύπνιο, ίδια κι η αχλή τους…   …που κοσκινίζει τ’ άγουρο και δένει κόμπο τ’ ώριμο. Πώς πέρασαν τα χρόνια! Ο χρόνος είν’ αμείλικτος, έχει το πάνω χέρι, το ξέρει· και προχωρά αμίλητος. Άλλωστε τι να πει, το ξέρουμε καλά, το έργο είναι γνώριμο. Γεννιόμαστε και ζούμε σάμπως και τέλος δεν υπάρχει. Είμαστε άτρωτοι μες στην αφέλεια και το θράσος μας, κι είναι η αναβλητικότητα στα σίγουρα ο άσσος μας που αποδεικνύει πως η αθανασία τη ζωή μας άρχει. Ώσπου μια μέρα, σα θα’ χουμε τον βίο μας σχεδόν ξοδέψει, κι αρχίσει αργά να μας κτυπά την πόρτα η σοφία, όλα καθαρά θε να φανερωθούν, και δικαιολογία καμία. Τέτοια σπατάλη πώς! Ο χρόνος στο ταψί μάς έχει χορέψει. Και τότε κλαις τα χρόνια που χαθήκαν και πράματα που τώρα πια δε δύνανται να γίνουν. Ποτέ δεν σκέφτηκες πόσο πονάει η ζωή. Με κλάμα σ’ αυτήν ήρθαμε! Δε δέχτηκες πο

Δώρο Χριστουγέννων

Εικόνα
Κάποτε κάποιο βρέφος χόρταινε με την άχνα των ζώων του στάβλου. Αγαλλιαζόταν που 'νιωθε ζεστασιά, φροντίδα, θαλπωρή από ζώα κι από ανθρώπους. "Φυσικά και θα τους πάρουμε τα δώρα τους. Να μη νιώσουν τα παιδιά μας Χριστούγεννα;", ακούστηκε ο γονιός. Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς τον υλισμό. Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς της ουσίας την απαξίωση. Ανθρώπινα πράματα. Και το παιδί δε χάνει την παιδικότητά του. Μα το παιδί χάνει την αθωότητά του. Μια μπάλα, μια κούκλα, θέλω να δωρίσω στο παιδί εκείνο που θα την εκτιμήσει σαν θείο δώρο στη ζωή του και θα πάρει μια χαρά ίσαμε το σύμπαν όλο. Γιατί τούτο το παιδί να περάσει αναγκάστηκε με επιτυχία την πορεία του προς την ουσία των πραγμάτων. Σε ένα τέτοιο παιδί θέλω να προσφέρω φέτος τα Χριστούγεννα το δώρο μου. Μια κούκλα δικιά μου παλιά και πολύτιμη από τα παιδικάτα μου. A German bisque doll from around 1900

Προς μιαν αυγή νέα | Kofi Awoonor

Εικόνα
Kofi Awoonor (1935-2013) KOFI AWOONOR ΠΡΟΣ ΜΙΑΝ ΑΥΓΗ ΝΕΑ Κάποιες φορές, τη μοίρα στο φύλλο διαβάζουμε το πράσινο με τα δάχτυλα το λείο θωπεύουμε πολύτιμο ξύλο των πανάρχαιων δέντρων μας· κάποιες φορές, και το ηλιοβασίλεμα ακόμα σαστίζει, καθώς αναζητάμε τα νήματα που κινάν προς τα εμπρός τα σύννεφα, τον συνδυασμό εκείνο των χρωμάτων με τους πολλαπλούς σχεδιασμούς που ο εν αρχή καλλιτέχνης εναρμονίως συνταίριαξε Πήραν και πάλι να χορεύουν στους δρόμους οι γέλωτες οι παιδικοί αντηχούν μες στο σπίτι Στην ακροθαλασσιά, τα σύνωρα χαλάσματα από τις τελευταίες καταιγίδες τον πλούτο θυμίζουν των προγόνων λεηλατημένο υπεξαιρούμενο ενεχυριασμένο από κάποιον προπάππο απερίσκεπτο που σαν λόρδος ζούσε και τις επερχόμενες γενιές οδήγησε στην απόγνωση και τον αφανισμό * Μα ποιος λέει πως τελείωσε ο χρόνος μας πως ο φερετροποιός κι ο νεκροθάφτης είναι ήδη σε συνεννόηση ή πως οι ιεροκήρυκες πήραν να αερίζουν τα ράσα τους κι η χορωδία μαζί με τους τυμπανιστές αρχίνησαν τις πρόβες; Όχι· όπου ο σκώληκας τ

Ο Ποιητής τους πόνους μαζεύει και τα χαμόγελα | Alda Merini

Εικόνα
  Alda Merini (1931-2009) ALDA MERINI Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ ΜΑΖΕΥΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ Ο Ποιητής τους πόνους μαζεύει και τα χαμόγελα και τ’ ακουμπά μαζί μ’ όλες του τις μέρες σ’ ένα χέρι απλωμένο για να δίνει, σ’ ένα χέρι που συγχωρεί γιατί του Θεού βλέπει την καρδία. Μα η πόλη είναι θλιμμένη γιατί κανείς δε σκέφτεται πως τα άνθη του Ποιητή θάλλουν για να ζούνε περισσότερο μέσα στης χάριτος τους στενάχωρους δρόμους. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Ποίημα | Louis Calaferte

Εικόνα
Louis Calaferte (1928-1994) LOUIS CALAFERTE ΠΟΙΗΜΑ Μισήστε όποιον δεν ανήκει στη φυλή σας. Μισήστε όποιον δεν έχει την πίστη σας. Μισήστε όποιον δεν ανήκει στην ίδια με σας κοινωνική θέση. Μισήστε, μισήστε και μισητοί θα καταντήσετε. Του μίσους έπεται η σταυροφορία. Είτε θα σκοτώσετε είτε θα σκοτωθείτε. Όπως και να ’χει, θα ’στε εσείς του μίσους σας τα θύματα. Ο κανόνας έχει ως εξής: Δεν δύναται κανείς να ’ναι μονάχος του ευτυχής. Αν ο πλησίον σας δεν είναι ευτυχισμένος, ούτε κι εσείς θα είστε ευτυχείς, Αν ο πλησίον σας δεν έχει μέλλον, μέλλον δεν θα ’χετε ούτε κι εσείς, Αν ο πλησίον σας ζει μες στην πίκρα, μέσα στην πίκρα θα ζείτε κι εσείς, Αν ο πλησίον σας δεν αγαπιέται δεν θ’ αγαπιέστε ούτε κι εσείς. Ο κόσμος είμαστε όλοι εμείς, ή τίποτα. Aνέπαφη αφήνει την αιωνιότητα τού εγωισμού σας το καταφύγιο. Αν ο πλησίον σας δεν υπάρχει, δεν υπάρχετε ούτε κι εσείς. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Θράκα

Ένας κατιφές

     Ένας κατιφές φύτρωσε, μάλλον χθες, στο πουθενά. Αδέσποτος και άστεγος, μαγκούφης, ένας ερημίτης με το ζόρι είν’ ο μικρός μου ο κατιφές, ο σχεδόν αγέννητος. Ίσα που ξεπροβάλλει μέσα απ’ το χώμα ολόχαρος και όλο χάρη με δυο κλωναράκια τόσα δα, σαν ματάκια περίεργα και πονηρά πάνω απ’ την επιφάνεια της γης να κοιτάζουν· πάνω από τη γη ετούτη, την απύθμενη αγκάλη, που, αργά ή γρήγορα -σ’ αντίθετη γέννησης φορά-, όλα τελεσίδικα και ανεπιστρεπτί στα έγκατά της τα οδηγεί και τα αλέθει…      Ποιος άραγε να ξέρει από ποιανού τον κήπο έκλεψε τ’ αγέρι ή μια μέλισσα τον σπόρο του. Τον ταξίδεψε μες στους αιθέρες, πάνω από φυτά ολάνθιστα κι ανάμεσα σε σμήνη εντόμων, και τον έριξε εδώ χάμω… Κι εγώ είχα την τύχη να τον δω και να τον διακρίνω!      Την ίδια τύχη που είχε κι αυτός ο κατιφές μου ο θαρρετός να πέσει μέσα σε χώμα γόνιμο! Και να σου τώρα δυο φυλλαράκια, σαν κέρινης καρδιάς φύλλα ή χάρτινης βαρκούλας πρασινωπά πανιά, δειλά να ξεπροβάλλουν μες στης φύσης το οικείο και το άγνωστο μαζί.   

Αποκαθήλωση

Τις σφαίρες σας σκοτώστε Τα δίκαννά σας πνίχτε τα στον ποταμό Το μαχαίρι μπήξτε στη ματσίλα σας τη φονική Και πάτε τα παιδιά στην παιδική χαρά να παίξουν Δώστε το φιλί της ζωής στις γυναίκες Τα χέρια κάντε τα αγκαλιά, όχι θηλιά τα χέρια!   Το κεφάλι σας ανοίξτε Ναι, το κεφάλι σας Να ρίξω μέσα άνθη λεμονιάς, λίγο τριαντάφυλλο γλυκό και  το Μονόγραμμα του Ελύτη   Πότε θα καταλάβετε, λοιπόν πότε, λοιπόν, θα καταλάβετε πως δεν είστε θεοί πως δεν είστε θεοί αλλά τέρατα;

Το θάμα

Τα ψάρια με τα οποία γέμισε ο Κύριος -το θάμα Του ποιώντας- τα άδεια τα καλάθια των άτυχων ψαράδων εν τέλει δε φαγώθηκαν Ξέμειναν στη στεριά με τους αλαλαγμούς τους τους βουβούς στην βραγχιακή εγκλωβισμένους τη φαρέτρα να κουβαλάν' και κείνα σαν τον Κύριό τους στις πλάτες τον σταυρό τους σπαρταρώντας μα ζώντα: και τούτο είναι το θάμα.

Μελαγχολία Κυριακής

Μελαγχολία Κυριακής: η δύσπνοια το σφίξιμο στο στέρνο της βδομάδας Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου Και ασυννέφιαστη της μοιάζεις πάλι, Κυριακή με τα υγρά του σούρουπου ματόκλαδά σου Που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου η καρδιά μου.

Ο ποιητής του δρόμου

Νύχτα αστερόεσσα, ν' ανάψεις, έλα, το κερί του ποιητή του δρόμου. Ψυχή βαθιά ο φουκαράς, εσένα καρτερά, να 'ρθεις να τον φωτίσεις. Για την αγάπη γράφει τούτος δω, γι' αυτή την άγνωστη για τους ανθρώπους. Γράφει στα πεζοδρόμια απαγγέλλει  και στις γωνίες, στις πλατείες, στο μετρό,  έξω από τα μαγαζιά με κόσμο πολύ φορτωμένα  με τσάντες γεμάτες τα χέρια. Να τον εκεί σε μια γωνιά τον φουκαρά, τον ποιητή του δρόμου. Τον ακούει κανείς; Μα φυσικά,  τον ακούνε τόσο όσο ακούνε κι οι άνθρωποι  όταν μιλάει η αγάπη. Ποιητή του δρόμου, πόσο αλήθεια σ' αγαπώ. Ποιητή μου εσύ της αγάπης. - Μη μου λυπάσαι που τους βλέπεις να την τσαλαπατούν.  - Μαραζώνω γιατί γνωρίζω πως έτσι θε να πορεύεται η αγάπη μια ζωή. Εσύ κοιτάς από ψηλά, εξωραΐζεις και ελπίζεις, περιστέρα μου καλή, πιστή συντρόφισσά μου. Ενώ εγώ;  Τι είμαι γω ο φουκαράς;  Ένας ποιητής του δρόμου... Ποιητή του δρόμου, πόσο αλήθεια σ' αγαπώ. Ποιητή μου εσύ της αγάπης!

Επιτάφιος | Merrit Malloy

Εικόνα
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ MERRIT MALLOY  (1950, Πενσυλβάνια, ΗΠΑ – )  Σαν πεθάνω, δώσε ό,τι θα ’χει μείνει από μένα στα παιδιά και στους γέρους που καρτερούν τον θάνατο. Κι αν αισθανθείς την ανάγκη να κλάψεις, κλάψε για τον αδελφό εκείνο που πορεύεται στο πλάι σου. Κι όταν θα με χρειάζεσαι, να παίρνεις κάποιον αγκαλιά και να του προσφέρεις ό,τι σε μένα να προσφέρεις θα ’θελες. Θέλω να σου αφήσω κάτι, κάτι καλύτερο από λόγια και ήχους. Να μ’ αναζητάς στους ανθρώπους που γνώριζα ή αγαπούσα, κι αν δεν μπορείς να μ’ αποχωριστείς, τουλάχιστον άσε με να ζω μέσα στο βλέμμα σου και όχι στο μυαλό. Θα μ’ αγαπήσεις καλύτερα αν αφήνεις τα χέρια ν’ αγγίζουν άλλα χέρια, αν αφήνεις λεύτερα τα παιδιά που ’χουν ανάγκη τη λευτεριά τους. Δεν πεθαίνει η αγάπη, μόνο οι άνθρωποι. Αφού, λοιπόν, το μόνο που θα ’χει μείνει από μένα είναι η αγάπη, μη με κρατήσεις: δώσε με. Από τη συλλογή My Song for Him Who Never Sang to Me (1975) Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Τ ο Κόσκινο

Όταν πεθάνω | Ρουμί

Εικόνα
  Source: https://www.illuminatedcourses.com/theheartofrumispoetry JALAL-UD-DIN BALKHI-RUMI  [1] ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ Όταν πεθάνω όταν μέσα στο φέρετρο εξέλθω ποτέ να σκεφτείς δεν πρέπει πως φεύγω απ’ τον κόσμο μην κλάψεις μη θρηνήσεις μήτε να λυπηθείς μες στο τέρας δεν πέφτω της αβύσσου όταν το λείψανό μου δεις να μεταφέρουν μην κλάψεις για το φευγιό μου δε φεύγω στην αγάπη φτάνω την αιώνια όταν στον τάφο με αφήσεις μην πεις αντίο θυμήσου πως ο τάφος δεν είναι παρά μια κουρτίνα που πίσω κρύβει τον παράδεισο θα με δεις μονάχα στον τάφο να κατεβαίνω τώρα κοίτα με ν’ ανασταίνομαι πώς μπορεί να υπάρχει τέλος όταν ο ήλιος δύει και το φεγγάρι χάνεται από τον ουρανό; μοιάζει με το τέλος με ηλιοβασίλεμα μοιάζει μα στην πραγματικότητα είν’ η αυγή όταν ο τάφος μέσα του σε κλείσει τότε είναι που ελευθερώνεται η ψυχή έχεις δει ποτέ σπόρο στη γη να πέφτει και μια νέα να μη φυτρώνει ζωή; γιατί να αμφιβάλλεις ότι φυτρώνει κι ο σπόρος που λέγεται άνθρωπος; έχεις δει ποτέ κουβά να κατεβαίνει στο πηγάδι και ν

Προσευχή

Βροχή, βροχή, βροχή Αγία Τριάδα μου εσύ Σε ικευτέουν οι γέροι, οι νέοι, τα παιδιά τα δέντρα, τα φυτά που στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν τα ζώα τα έρμα τα δεμένα τα σκυλιά που  στωικά θωρούσανε τον θάνατο να τους τυλίγει Βροχή, βροχή, βροχή Αγία Τριάδα μου εσύ Το χώμα σε εκλιπαρεί Βρέξε τα χείλη της αγάπης μου Σκούπισε από το μέτωπό της τον ιδρώτα "Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά"  καλά δε λέω, Μάτση μου γλυκιά  αγαπημένη Βρέξε, Θεέ μου, βρέξε, να χαρείς Τα σύννεφα παρακαλώ μα τουφεκίζω Τη φωτιά των εγκλημάτων να θανάτωσω μια για πάντα επιθυμώ Σαν πυροσβέστης κατάκοπος κι ακάματος που κλαίει με λυγμούς μάχοντας  με τον όλεθρο - κράτα γερά, καλέ μου Πονώ, αγάπη μου, πονώ Οι κραυγές  τα πονεμένα μ' απόγνωση ζωγραφισμένα πρόσωπα του κόσμου με στοιχειώνουν Παραμιλώ, καρφί μες στην καρδιά κάθε ζεματιστή πευκοβελόνα Παραμιλώ, μα να σου μια ελιά σαν ήλιος  λαμπαδιάζει σαν ήρωας λεβεντονιός αιωνόβιο δεντρό με παίρνει αγκαλιά και μου μιλά παρήγορα, γλυκά "Καρδι

Προοίμιο | Christopher Logue

Εικόνα
Christopher Logue (1926-2011) Source: https://richardawarren.files.wordpress.com/2016/12/logue-in-youth.jpg CHRISTOPHER LOGUE ΠΡΟΟΙΜΙΟ Δυο ασβεστολιθικές πλάκες στηρίζουν τον αιγαιοπελαγίτικο κόσμο. Η μεγάλη της Ανατολίας συνεχίζει να απλώνεται επίπεδη, Αλλά μισός αιώνας πέρασε, μέσα από μάτια σιωπηλά:              «Άβε!». Ο Θεός κοίταζε την πλάκα να υποχωρεί, ώσπου Μονάχα το πάνω μέρος της και των βουνών της οι κορφές να βρίσκονται ακόμα Πάνω από τη θάλασσα του αδελφού Του, του Θεού Ποσειδώνα:              «Και τούτο, θα τ’ ονομάσω Ελλάδα. Κι αυτά, το Αρχιπέλαγός Tης», είπε Εκείνος. Έπειτα στράφηκε Ν’ αφουγκραστεί τον Απόλλωνα και τις Εννέα να ερμηνεύουν τη Δημιουργία, από του Τραπεζοειδούς Κόλπου την σκηνή.               Εισέρχονται. Λαμβάνουν θέση. Υποκλίνονται. Ο Κύριος του Φωτός και της Σμίνθης τούς δίνει τον τόνο.               Κι ύστερα τραγουδούν:               «Στην αρχή δεν υπήρχε Αρχή,               Και στο τέλος, δεν υπήρχε Τέλος…». Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημ

Ένα παιδί μου είχε πει | Αλαίν Μποσκέ

Εικόνα
Alain Bosquet (1919-1998) ΑΛΑΙΝ ΜΠΟΣΚΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΠΕΙ Ένα παιδί μου είχε πει: «Η πέτρα είναι βάτραχος που έχει κοιμηθεί». Ένα άλλο παιδί μου είχε πει: «Ο ουρανός είναι μετάξι ντελικάτο πολύ». Ένα τρίτο παιδί μου είχε πει: «Ο ωκεανός, άμα φοβάται, φωνασκεί». Δε λέω τίποτα, μόνο μειδίαμα στα χείλη ελαφρύ. Του παιδιού τ’ ονείρατο νόμος εστί. Κι ύστερα, γνωρίζω πως η πέτρα Είν’ όντως ένας βάτραχος, Μα αντί να κοιμάται Με κοιτάει ξάγρυπνος. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Το βράδυ ετούτο το γλυκό

Το βράδυ ετούτο το γλυκό, το μυρωμένο βράδυ, που το φεγγάρι, πάμφωτο, στεφάνι έχει τ' άστρα, το στρώμα μου θα αρνηθώ, θα σύρω στο λιβάδι, να κοιμηθώ κατάχαμα με την ψυχή μου στ’ άσπρα… …ντυμένη και περιχαρή για κει οπού πλαγιάζει! Το αεράκι ολόδροσο τα μάγουλα χαϊδεύει, κι όλη του κάμπου η ευωδιά γοργά με αγκαλιάζει, καθώς ο βραδινός αχνός τη σάρκα μου θωπεύει. Και να σου τώρα που μεμιάς ο Έρεβος με παίρνει, ξεβράζοντάς με, με ορμή, στης σκοτεινιάς τα χάη… Με τις φτερούγες ανοιχτές και σαν εσταυρωμένη, το βλέμμα θα 'χω να θωρεί στου αιθέρα τα πελάη. Τα άστρα θε να τα μετρώ, να τα χαζεύω ώρες, ως ξάφνου μι' αστρική βροχή να λούσει το κορμί μου, που όντας αστροστόλιστο απ' τις λαμπρές τις μπόρες, την κλίμακα θε ν’ ανεβεί στο φως του λυτρωτή μου. Ω, ουρανέ, κατάματα κοίτα πώς σε κοιτάω! Δίχως ούτε τα βλέφαρα λεπτό να πεταρίσω. Και νιώθω σε τόσο σιμά, σάμπως και σ' αγρικάω, ωσάν να είμαι δίπλα σου - κι Εσέ να προσκυνήσω! Κι όσο εντός σου χάνομαι τώρα υπνωτ

Μικρές χαρές μεγάλες

Κοιτάμε το ίδιο σημείο του ουρανού. Τα ίδια αστέρια κοιτάμε. Κι όταν από κει πάνω μου ψελλίζουν, "το πιο όμορφο απ' όλα τ' αστέρια είσαι εσύ", τ' ακούς κι εσύ κι ανθάκια γιασεμιά στα δαχτυλάκια τους σκορπάς κι εγώ τα μυρίζω.   Γιατί απόψε θα ονειρευτούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό, αφού είσαι εδώ κι ας μη σε γνωρίζω...

Σιωπή | Marianne Moore

Εικόνα
Marianne Moore (1887-1972)  Credit: Bettmann Archive/Bettmann ΜΑΡΙΑΝ ΜΟΥΡ ΣΙΩΠΗ Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει, «Οι ανώτεροι άνθρωποι δεν κάνουν επισκέψεις μακρόσυρτες, μήτε ανάγκη έχουν να τους πάν΄ άλλοι να δουν τον τάφο του Λονγκφέλοου και του Χάρβαρντ τα γυάλινα άνθη. Αυτοδύναμοι όπως η γάτα -- που κάθεται παράμερα, τη λεία της μονάχη για να φάει, του ποντικού η μαλακή ουρά να κρέμεται απ΄ το στόμα της σαν παπουτσιού κορδόνι -- είναι φορές που τη μοναχικότητα απολαμβάνουν, και τον λόγο να τους στερήσει μπορεί ένας λόγος άλλος που γοητευμένους τους έχει αφήσει. Το πιο βαθύ συναίσθημα φανερώνεται πάντα στη σιωπή· όχι στη σιωπή, μα στη συγκράτηση». Μήτε υπήρξε ανειλικρινής όταν έλεγε: «Κάνε το σπίτι μου πανδοχείο σου». Τα πανδοχεία δεν είν' οικίες. Observations , 1924 Μετάφραση-Επίμετρο: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Θράκα   Επίμετρο: Η Μάριαν Μουρ (Marianne Moore, Κέρκγουντ, Μιζούρι 1887 – Νέα Υόρκη 1972) υπήρξε Αμερικανίδα ποιήτρια, εκ των σημαντικότερων γυναικείων ποιη

Δάκρυα βρέχει στην καρδιά μου | Paul Verlaine

Εικόνα
Paul Verlaine (1844 - 1896) by Willem Witsen, 1892  (Source: Rijksmuseum) PAUL VERLAINE ΔΑΚΡΥΑ ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Δάκρυα βρέχει στην καρδιά μου Καθώς βρέχει μες στην πόλη· Σαν τι μαράζι, Παναγιά μου, Να πλακώνει την καρδιά μου; Ω, γλυκέ ήχε της βροχής Στις στέγες και στο χώμα! Για την ανία μιας ψυχής, Ω, το τραγούδι της βροχής! Δάκρυα βρέχει δίχως αιτία Μες στην καρδιά που καταρρέει. Τι! δεν υπάρχει προδοσία;… Τούτο το πένθος δεν έχει αιτία. Κι είναι, αλήθεια, η χειρότερη θλίψη Να μην ξέρω το γιατί Δίχως αγάπες και δίχως μίση Να 'χει η καρδιά μου τόση θλίψη! Επίμετρο: Το ανωτέρω ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή   Romances sans paroles   (1874). Είναι το τρίτο ποίημα τής πρώτης ενότητάς της που φέρει τον τίτλο  Ariettes oubli é es .   Η εν λόγω συλλογή ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο που ο ποιητής βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με τον σύντροφό του, Αρθούρο Ρεμπώ. Ωστόσο, δεν εκδόθηκε παρά μόνο κατά τη διάρκεια του διετούς εγκλεισμού του στις φυλακές της Μονς, μετά και την καταδ

Με απαλή πατημασιά

Των ανθρώπων οι αγάπες γεννιούνται μέσα σε κάστρα απλησίαστα μέσα σε σπήλαια αδηφάγων κοχυλιών μέσα σε αλαζονείας εκλάμψεις μέσα στη μετάνοια προσευχών Της ψυχής του τα όρια πώς να τ' αγγίξω Τα 'χω δέσει βραχιολάκι στον καρπό Ψηφίζω εσένα χωρίς εσένα Ζωή που είσαι ψέμα αλλά τόσο μα τόσο αληθινό. Λύσε τα κορδόνια σου, αγόρι Γυμνός έλα περπάτησε επάνω στην καρδιά Το πέλμα σου να νιώσω με πόση βιά το χώμα μου πατά Απαλά περπάτα απαλά. Αλλιώς χαρταετό θα σε πετάξω να φτάσεις εκεί πάνω στ' άπιαστο σε κείνο τον πριγκιπάκο τον μικρό -που 'ναι τεράστιος- την αλήθεια να σου μάθει μια ολιά Και η καρδιά  εδώ να περιμένει, αγόρι να τη διασχίσεις με απαλή πατημασιά το μάθημά σου αν έχεις μάθει μοναχά. Αν όμως όχι, τότε το χώμα μου, αγόρι, ξέχασέ το. Ψάξε αλλού για χώματα σκληρά.

Ο δειλός και η ιστορία του

"Amor, un día… Amor, un día yo… No, déjame Una lágrima y un recuerdo Te ofrezco Y me voy No puedo mirar en tus ojos No puedo mirar en tus ojos Tesoro mio" «Ο φυγάς!», φώναξαν χθες οι διπλανοί στο καφενείο μα δεν τους κοίταξα. Ποιος να το πει μπορεί με σιγουριά πως εμένα εννοούσαν; «Ο φυγάς!», ξαναφώναξαν. «Ένας μορφονιός απ’ την Ανδαλουσία», έλεγαν ξανά και ξανά ταΐζοντας ακόρεστα την περιέργειά τους. Στο ποτάμι καταμεσής δύο βουνών λίγο έξω απ’ τη Σεβίλλη, έκαναν έρωτα γυμνοί μες στο νερό και κρέμονταν ο ένας απ’ τον άλλο σαν ένα σώμα δίχως βάρος. Κι ήταν μονάχα ό,τι ένιωθε η ψυχή τους σάμπως. Ήτανε μόνοι, η Κάρμεν κι εκείνος. Άγνωστοι ίσαμε τότε. Μήτε ονόματα, τόποι και ημερομηνίες.  Την ένωση ολοκληρώνοντας κι εκβαίνοντας, ωστόσο, από τον ποταμό ήταν ο κόσμος όλος ήταν, κάτω από τον έναστρο ουρανό τον καλοκαιρινό της Ανδαλουσίας, κάτω από των λιόδεντρων τις φυλλωσιές τις χρυσοπράσινες κι ανάμεσα στα θροΐσματα των θάμνων της λεβάντας από τον βραδινό βοριά που απαλά τους χάι