Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ
Είδα τη σκόνη την πυκνή να αιωρείται γύρω  μου και σκιάχτηκα μην τυχόν και έρημος γίνω: γιατί άλλο τι πιο έρημο από την έρημο δεν υπάρχει Και το παράδοξο: η έρημος αποζητά και συντηρεί την ερημιά της.

Ορατών τε πάντων και αοράτων

Εικόνα
Sally Mann, 'Candy Cigarette', 1989,  Πηγή Ορμώ στη χαρά να της δώσω τη λύπη μου. Λυπάται, μου λέει, και τρεις μ’ αρνείται σαν τον Θωμά τον άπιστο – τάχα η σώτειρά μου. Κι εγώ ούτε μέλι έχω για την πληγή μου, ούτε λίγο νερό να την καθαρίσω, να την ποτίσω να βγάλει φτερά. Φτεροκόπημα της αβύσσου η ψυχή μου Άβυσσο λέν’ τη χώρα μου μα δεν μιλώ για τα τραύματά μου. Τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα για κείνες τις πληγές σαν τη δική μου. Για τ’ ανεμοδαρμένα αδέλφια μου με τ’ αφανή δεσμά τους, που βγαίνει δις η πίστη τους στον κόσμο τούτο για να ζούνε, στον κόσμο τούτο που γι’ αυτά δε φτιάχτηκε, στον κόσμο τούτο που σαν κουκούτσι τα φτύνει. Και του αγριεύουν τα πουλιά και του θυμώνουν τα δέντρα κι επαναστατούν τα βουνά που αντάρτες γίνονται για χάρη τους, στον κόσμο τούτο που τα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά αντί να τα σηκώσει από το στρώμα και να τους βγάλει τις αλυσίδες, στον ήλιο να βγουν κι εκείνα να πάρει ανάσα το είναι τους.   Μα όχι, όχι! Σαν το κουκούτσι ο κόσμος τούτος μάς φτύνει

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι χαραμίζονται γραμμένα πάνω σε πλάκες καραμέλας παγωτά και σε ρυζόχαρτα που λιώνουνε μόλις χαθούν μέσα στο στόμα Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι ζωντανεύουνε κι ανθίζουνε Ιβίσκοι κόκκινοι και κίτρινοι κάτασπρα γιασεμιά πουλιά του παραδείσου   Μα να σου τα λόγια σας που τα καλύπτουνε Κείνα τα λόγια σας τα λαξευμένα σαν κάστρα απόρθητα πάνω στην αμμουδιά Ανάσα δεν παίρνουν τα ποιήματα κι η υπαρξιακή τους κρίση δεν αργεί, έτοιμη να τα σμπαραλλιάσει Μα τέτοια ακύρωση; Ο Αύγουστος μονάχα, θα σας πουν Μη μου ζητάς, λοιπόν, ποίημα τώρα να σου γράψω Εγώ πονώ τις λέξεις μου γιατί τον πόνο τους τον νιώθω και ριγώ Κλαίω εγώ το ποίημά μου γιατί νιώθω το άσκοπο του πράγματος που τ' απογοητεύει   Κλαίω, σας λέω, που το βλέπω τα μάτια του σαν κλείνει μια για πάντα ν' αποκοιμηθεί... Ημερολόγιο | 9η Αυγούστου 2024

Καλοκαίρι

Εικόνα
Ι Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Να σπέρνω θέλω Όχι να θερίζω ΙΙ Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Μήτε να σπέρνω θέλω Μήτε να θερίζω – οσμή ολέθρου ζέχνουν και τα δυο Θέλω να καβαλάω το κύμα να κολυμπώ στο ούζο να γλείφω τον ήλιο μαστίχα παγωτό. Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας

Όταν μιλώ με την πατρίδα μου...

Κόκκινος ο ήλιος, κόκκινο το φεγγάρι, κόκκινη και η θάλασσα. Πενήντα χρόνους τώρα. Κι εσύ, μέρα και νύχτα, κοιμάσαι και ξυπνάς στο κόκκινο - μαζί σου κι η ψυχή μου. Μέσα στο κόκκινο -τ' άλλοτε καταγάλανα νερά σου- πλεούμενο εσύ μαγαρισμένο. Αχ, να 'τανε μονάχα κόκκινο του έρωτα                                                τούτο το κόκκινο του θανάτου!

Black dog

Εγκλωβισμένος από το ίδιο του το είναι, θεατής του αίματός του που κυλάει και φεύγει, δέσμιος μιας μάχης ατελέσφορης με τα υποσυνείδητα δεσμά του και μια λύτρωση σε οριστική αναβολή, τοιχώματα που δεν σπάνε                     κι η ζωή του να περνά με εκείνον χωρίς εκείνον.

Το Παρίσι μου

Εικόνα
Η μαμά κι εγώ στο Παρίσι (από το προσωπικό αρχείο μου) Άνοιξε, παραθύρι μου, να βουτήξω μέσα του,  να μεθύσω απ' του Σικουάνα το κρασί του, κι έτσι εντελώς νηφάλια, να πνιγώ στην ομορφιά του.  Τούτη θα 'ναι η αυτοχειρία μου.  Το ξέρω. Με περιμένει.  Μια ζωή με περιμένει το Παρίσι μου.

Ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου

ήτανε τότε που έψαχνα στα τριαντάφυλλα για να σε βρω ένα-ένα τα πέταλα μαδούσα ραίνοντας το κενοτάφιό σου τότε που πήρα σβάρνα τον ερημίτη κήπο χαλί στρωμένο πάνω απ’ την κρημνώδη ακτή τότε που ρόδο δεν άφησα αμάδητο κι ας μ' απειλούσε ο ροδοκύρης το σουγιά του κραδαίνοντας τη χαρά μου σα να ’θελε στα δύο να κόψει μ’ ένα μοιραίο πλήγμα στην καρδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου γαλάζιο αστέρι εσύ εκείνο το πρωί που μου ’κλεισες το μάτι συνωμοτικά συνένοχος στη σκανταλιά μου στην τρέλα μου ή στην απελπισιά μου πέταλα άλικα λευκά και ροζουλί από το κενοτάφιο κι όλο το μονοπάτι ίσαμε κάτω στην αμμουδιά εκείνη των ιλαρών μα άμοιρων κυμάτων τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι αγαπηθήκαμε στα φανερά εκεί στην αμμουδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου κι αγαπηθήκαμε στα φανερά με ρούχο μας μοναδικό το χρώμα των κορμιών μας –πόσο μας έδενε η διαφορά τους– τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι ύστερα έγειρα να κοιμηθώ στο στέρνο σου επάνω πού είν’ ο θάνατος, σε ρώτησα,

Γραμμένο στ' όνειρο

Όταν γράφω ποιήματα τη νύχτα γράφω για πράγματα που γίνονται τη μέρα - όπως το φως του ήλιου καθώς πέφτει πάνω στο κανελί πλούσιο τρίχωμα της γάτας μου Όταν γράφω ποιήματα τη μέρα γράφω για πράγματα που γίνονται τη νύχτα - όπως όταν με λούζει του ερεβώδους ουρανού η αστερόσκονη και γίνομαι νεράιδα για το παλικάρι μου Στα δικά μου ποιήματα δεν λείπει η νύχτα από τη μέρα - μήτε τ΄ αντίθετο

Του έρωτα ή ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ

Όταν σ' ερωτεύομαι ξυπνώ το πρωί και δεν ανοίγω κουρτίνες, παράθυρα. Είμαι αυτόφωτη.   Όταν σ' ερωτεύομαι παύω να είμαι θνητή. Ανοίγω τα φτερά τους ουρανούς οργώνω το διαμαντένιο να σου φέρω δάκρυ εκείνου που σταυρώθηκε. Περασμένο σε αλυσίδα από αστράκια που μόλις γεννηθήκανε. Να σου στολίσει τον λαιμό. Να σε προσέχει, παλικάρι μου.   Όταν σ' ερωτεύομαι τίγρης γίνομαι. Και φοβάμαι πως η καδένα στον λαιμό σου δεν θα μείνει για πολύ εκεί ακόμα. Κι αναρωτιέμαι ποιος, από εμένα την αυτόφωτη, τη μη θνητή, την τίγρη, την ερωτευμένη μαζί σου, θα μπορέσει να σε σώσει, αγόρι μου, του έρωτά μου εσύ ο υάκινθος ο πέρκαλλος, ο μέγας...
Γιατί τι είμαστε στην τελική; Μια παύλα ανάμεσα σε δυο ημερομηνίες. Αυτό είμαστε. Ή μάλλον ήμασταν. Μια τόση δα παυλίτσα που χάνεται μες στην ασήμαντη  σημαντικότητα της γέννησης και του θανάτου. Ένα τίποτα δηλαδή. Ίσως πάλι τα πάντα. Ή μάλλον τα πάντα που δεν ήταν τίποτα. Ή μάλλον το τίποτα που ήταν τα πάντα. Ημερολόγιο | 20.01.2024

J'en ai marre!

Εικόνα
Source: https://www.theparisreview.org/blog/2018/05/01/may-68-posters-of-the-revolution/ χαζοκούτια χαζοπεριοδικά χαζοβιόλες χαζοβιόληδες κι ειδήσεις να χαρώ μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει βομβαρδίζουνε εμάς τα πνεύματα ενός σύμπαντος άλλου πού ζω πώς βρέθηκα εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά απορώ κι εξίσταμαι να 'ναι καλά η ασπίδα μου                     - απ' το καλύτερο ατσάλι μα απ' την πολλή τη χρήση την πάω κάθε τρεις και λίγο για συντήρηση                      - γαμώ τις αφραγκιές μου

Το σούρουπο, όταν μου μιλά

βραδιάζει πέφτει το σούρουπο το κόκκινο μπλαβίζει της πασχαλίτσας βαραίνει τα ματόκλαδα της γης της λάμπας το κιτρινισμένο φως χλομιάζει τα πρόσωπα σ' έναν κόσμο δίχως ζωντανούς δίχως αθώους ψες ένα όνειρο έβλεπα: πως η γέννα ήταν ο θάνατος κι ο θάνατος η γέννα γιατί αν τώρα είν' η ζωή κι όχι ο θάνατος πού είναι τότε οι ζωντανοί; πού οι αθώοι; τους λυτρωμένους ψάχνω μα δε βρίσκω.

Ο πηδαλιούχος του βυθού

Εικόνα
Canopus taken from ISS, in March 2003. NASA. ( Πηγή φωτό ) Από τα τρίσβαθα του νάματος του Νείλου τις μέρες τούτες λάμπουν σ’ οθόνες και σ’ εξώφυλλα πόλεις αρχαίες ελληνικές αριστουργήματα γλυπτά αγάλματα θεών και βασιλιάδων μνημεία στήλες και ερείπια ιερών Ηράκλειον ή Θώνις και Κάνωπος ή Κάνωβος Ω βυθισμένες πόλεις Ω ξεχασμένες εσείς πόλεις Σβησμένες εσείς πόλεις από ανθρώπου μνημονικό Μονάχα ο Όσιρις εσάς ακόμα συλλογιέται λατρείας του ω χώροι ιεροί Μα και ο Νίκανδρος στης ποίησής του τις χορδές και εις στο λύχνο της φιλοσοφίας του ο Σενέκας Άλλος κανείς Κανείς μήτε τον Κάνωπο θυμάται που 'χε στην Κάνωπο ταφεί χιλιάδες χρόνια πριν στα τρίσβαθα κατέβηκα μ' αρχαίο οξυγόνο και με τα δυο μου χέρια έπνιξα το φίδι που σε σκότωσε στην άμμο Κάνωπε στο μούχρωμα εβγήκε ο λυγμός Και ποιος άραγε σήμερα εσένα να θυμάται του Μενελάου γενναίο πηδαλιούχο εξ Αμυκλών Μόνον ο έκλαμπρος αστέρας που 'χει πάρει τ' όνομά σου κι η πόλη που την βάπτισε το σκήνωμά σ

1974, Το μαύρο καλοκαίρι

Εικόνα
«Κύπρος 1974», χαρακτικό, Α. Τάσσος (1914-1985) 1974, ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ                      Στους Αγνοούμενους Ήρωες  Παύλο Κουρούπη Χρήστο Γρίβα Χρίστο Καρεφυλλίδη ΑΙΩΝΙΑ ΣΑΣ Η ΜΝΗΜΗ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ Της Θεάς Αφροδίτης η πατρίς είσαι εσύ, νησί μου Που τα νερά σου γέννησαν με τον Αίολο για πόνο Την των Θεών πιο λατρευτή κι αγαπημένη κόρη Εσύ, φύτρα Αγίων ιερή, με δυόσμο μοσχοβολιστή έως τα πέρα όρη Κοχύλι χρυσοποίκιλτο, σκαρί μαλαματένιο Στης Μεσογείου την καρδιά βρίσκεσαι αραγμένο Κι ολόγυρά σου τα νερά ολόγλυκης αλμύρας Να σ’ αγκαλιάζουνε σφιχτά πάντοτε με φροντίδα. Γιατί ετούτα τα νερά ξέρουνε για τον φθόνο Που τρέφουνε για σένανε καράβια από δω γύρω Μα κι απ’ αλλού, σκαριά φριχτά, γεμάτα Εωσφόρο. Θάλασσας κύματα λευκά, κοπάδια ατσαλωμένα Και ουρανόσταλτα αγγέλων τάγματα στα γαλανόλευκά τους Κύπρος μου, όμορφο νησί, εσένα διαφεντεύουν. Ψυχές από το τιμημένο χώμα σου πλασμένες Κι άλλες από της Μάνας σου το τιμημένο χώμα Φρουροί ακοίμητοι για εσέ, αθώα Κύπριδά μου

Revelation

Ζωή μου, ολάκερη ζωή μου δεν είν' αστείο να, μόλις σήμερα σε έμαθα κι εσένανε μαζί, εαυτή μου Ζωή που δεν σε είχα ζώντας σε Να χαρώ που επιτέλους σ' έμαθα; Να κλάψω που δεν σ' ήξερα ποτέ μου; Ναι, εσένανε ζωή μου Ναι, κι εσένα, εαυτή μου Ήμουν μια άλλη ή μήπως είμαι μια άλλη ή μήπως ήμουν πάντοτε εγώ Αληθινά δεν ξέρω τι να πω και τι να απαντήσω. Μην με ρωτάς, λοιπόν.   Αγάπα με. Αυτό και τίποτα άλλο - σε ξορκίζω. Ημερολόγιο | 03.08.23

Μαχαιριά θανάτου

Πόσο κόκκινο να γίνεται το μαύρο και πόσο μαύρο να γίνεται το κόκκινο Πια δεν αντέχεται τούτη η φρίκη Πια δεν αντέχεται τούτο το τέρας - που είν' ανθρώπινο δίχως, ωστόσο, την ανθρωπιά του. Αδιάψευστο τέρας δηλαδή. Κι αυτοί που το συνήθισαν και του 'χουν μοιάσει;* Μόνο ποιος θα μας σώσει μη ρωτάτε, αφού οι ίδιοι να 'μαστε συνεχίζουμε.  Για ποια αλλαγή με λόγους περιοπής μιλάτε! Και τι δεν θα 'δινα να ήτανε το τέρας του παιδικού παραμυθιού τούτο το τέρας του θανάτου κι εγώ να είχα ακόμη στο μυαλό την εικόνα που  είχα τότε σχηματίσει για το τέρας μέσα από  το παιδικό εκείνο παραμύθι μου Σαν κατράμι κολλάει στο δέρμα μου μαύρο / σκοτάδι / το μέλλον (*Ενθυμούμενη τα λόγια του Μάνου Χατζηδάκι...) Ημερολόγιο | 09.08.23

Μιλάτε για κραυγές...

Εικόνα
Μιλάτε για κραυγές. Μα για σκεφτείτε κι εκείνες τις βουβές... Για σκεφτείτε κι εκείνη την κραυγή που βγαίνει από τα σωθικά βουβή και άλαλη, πνιγμένη στο κλάμα. Αλλά σταθείτε, για να το πω ορθά, δεν βγαίνει από τα σωθικά, αλλά αντίθετα μπαίνει στα σωθικά μας, πνιγμένη κυριολεκτικά στο κλάμα, τόσο που ήχος κανείς δεν βγαίνει, μονάχα μια ατέλειωτη ανάσα που πιέζει το στέρνο και που ολοένα και σπρώχνει γι' άνοιγμα προς τα κάτω, με μόνη σωτηρία το ξέσπασμα σε ασυγκράτητους λυγμούς. Σκεφτείτε λίγο την εκκωφαντικότητά της και μέχρι πού ετούτη φτάνει αντίστροφα πάντα, όχι προς τα έξω πηδώντας με ορμή έξω από το στόμα μας, αλλά προς τα μέσα, τερματίζοντας στις άκρες των ποδοδακτύλων μας και κατεβαίνοντας μέχρι τον πάτο της ψυχή μας. Και ξέρουμε καλά πως τούτος ο λάκκος, της ψυχής, είναι απύθμενος. Ξανασκεφτείτε, λοιπόν, τα ντεσιμπέλ της εκκωφαντικότητάς της. Κυρίως μέσα στον λάκκο που δεν έχει πάτο... μα έχει ψυχή. Andrei Tarkovsky, Polaroids

Τoute la nuit chez moi...

Εικόνα
Σαν το φως του φεγγαριού πάνω στη μαύρη θάλασσα της νύχτας... Μια ασημένια κλωστή που ξετυλίγεται και κατεβαίνει απ' το φεγγάρι, περνάει μέσα απ' τον θαλασσινό καθρέφτη και καταλήγει δεμένη γύρω από τον αριστερό μου καρπό... Βραχιολάκι το φεγγάρι στο χέρι μου... Σαν το φανάρι μου το κουβαλώ... Κι η λάμψη του που περιλούζει το είναι μου μέσα έξω, μια λάμψη μαζί του κι εγώ, δεν αφήνει κανένα κουνούπι, μήτε ζωικό μήτε ανθρώπινο, να μου κοντέψει και να ρουφήξει το αίμα μου το γλυκό... Φεγγάρι ασπίδα, λοιπόν... Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, μ' αφού μ' αγαπάς λιγάκι, είναι όλα αληθινά...  Κι όπως λέει και η Αnna τόσο ιδιαίτερα κι ελκυστικά, "so we planned a secret rendez-vous / toute la nuit chez moi" ...

Μια φορά κι έναν καιρό στη Βερόνα

Εικόνα
Είναι και κάποιες μέρες που μου φαντάζει αληθινή η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας –έλα, ας μην την πούμε τώρα τραγωδία– κι εγώ γελώ κάθε φορά που μου ζητάς να ζωγραφίσω τον ήλιο με τα μάτια μου Έπειτα όμως με μαλώνω που σου θυμώνω και πιάνω να σε διαβεβαιώ πως μαζί θε να πεθάνουμε Το σκοτάδι έπεσε και κούρνιασα στην αγκαλιά σου Και ξάφνου σου θυμίζω –ψιθυριστά στ’ αυτί λόγια γλυκά– κείνο το μεσημέρι που τρέχαμε μες στους αγρούς γύρω από το κάστρο κάπου κοντά σ’ ένα γαλάζιο που δεν ήτανε θάλασσα και σου ‘χα φανερώσει τους δανδελίωνες κοιτώντας κατάσπαρτους ολόγυρά μας πως τούτα τ’ άνθη τ’ ασημιά είναι τα μόνα αστέρια που λάμπουνε τη μέρα μαζί με τα δικά σου μάτια καθώς στα μάτια με κοιτάζουνε Είναι και κάποιες μέρες που μου φαντάζει αληθινή η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας –έλα, ας μην την πούμε τώρα τραγωδία– και πιάνω να σε διαβεβαιώ πως μαζί θε να πεθάνουμε Dandelion field, Germany,  Source