Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ

21η Μαρτίου - Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Εικόνα
  Τελικά, τι είναι ποίηση; Ποίηση είναι τα πάντα όλα Αυτό που ορίζεται Αλλά κυρίως αυτό που δεν μπορεί να οριστεί Αυτό που φαίνεται Αλλά κυρίως αυτό που δεν μπορεί να φανεί Αυτό που ψηλαφίζεται Αλλά κυρίως αυτό που δεν μπορεί να ψηλαφιστεί Αυτό που ακούγεται Αλλά κυρίως αυτό που δεν μπορεί να ακουστεί Ποίηση είναι το ορατό   Κυρίως, όμως Ποίηση είναι το αόρατο.

Song II | Μη μου μιλάς για κόλαση

στεγνό το χορτάρι σαν δάκρυ που στέρεψε γυρεύεις ποτάμι σε μια χώρα που φλέγεται ξεχνάς πώς σε λένε μα δεν έχεις όνομα μια καρδιά μόνο έχεις και τούτη για δόλωμα   *μη μου μιλάς για κόλαση όλη την έχω ζήσει* μη μου μιλάς για κόλαση για τη δική μου μιλάς ζήση κράτα, λοιπόν, τα λόγια σου κράτα, λοιπόν, το θάρρος ανάγκη, να δεις, πόση τα 'χουμε σαν μας γαμ@ει το κράτος! *μη μου μιλάς για κόλαση όλη την έχω ζήσει* μη μου μιλάς για κόλαση για τη δική μου μιλάς ζήση... 8η Οκτ. 2024

Προτιμώ να είμαι άτιτλο

Εικόνα
Φωτό από το Δ ιαδίκτυο Κι αφού με κοιτάζεις στα μάτια με τα δικά σου τα μάτια πάνω απ’ τα γυαλιά με το βλέμμα σου εκείνο το παρατηρητικό σου διαφεύγει άραγε η αστραπή που εκτοξεύουνε οι κόρες μου στους γιους τους δικούς σου που την καλούν θαύμα η βροντή μας   κι ας μην πιστεύουμε στα θαύματα και ας πιστεύουνε εκείνα σε μας γιατί είναι θαύμα των ματιών το χαμόγελο η αγκαλιά το κρασί και η αναρχία της ψυχής. Λευκωσία, 2017

Ένα λευκάνθεμο για την αγάπη που 'μεινε στο σκοτάδι

Εικόνα
Untitled, 1946 © Frances McLaughlin-Gill ( Source ) Το φιλί που δε δόθηκε αγώνας που καταπνίγηκε πίσω απ' τα αιχμάλωτα τής ειμαρμένης χείλη Το χάδι που φυλακισμένο έμεινε μες στης παλάμης τη γροθιά κουλουριασμένο φίδι στον κόρφο της λήθης Κι η αγκαλιά που αιωρείται ακόμα στο διάκενο από τη μια η κατάρα τού χρόνου που κολύμπησε -σε μανιασμένα νερά- μέχρι τον άλλο κόσμο και ξαναγύρισε κι από την άλλη η απρόσκοπτη σταθερότης τού παλμού τής αντλίας που αγάπη αναπαράγει Στοιχειά αστοιχείωτα ναι μεν μα πάντα παρόντα και τα πάντα πληρόντα μες στον λαβύρινθο τού υποσυνείδητου μες στα ξεχασμένα τρίσβαθα της ψυχής Το γλυκόπικρο δάκρυσμα στην πικραμιγδαλένια κόχη τού ματιού το κραυγαλέο άλγος των ψυχών για μιαν αγάπη που στα σπλάχνα τους γεννήθηκε μα δεν ετέχθη ποτέ... Νικ.Σ

Γιατί άλλο τι πιο έρημο υπάρχει

Είδα τη σκόνη την πυκνή να αιωρείται γύρω  μου και σκιάχτηκα μην τυχόν και έρημος γίνω: γιατί άλλο τι πιο έρημο από την έρημο δεν υπάρχει Και το παράδοξο: η έρημος αποζητά και συντηρεί την ερημιά της.

Ορατών τε πάντων και αοράτων

Εικόνα
Sally Mann, 'Candy Cigarette', 1989,  Πηγή Ορμώ στη χαρά να της δώσω τη λύπη μου. Λυπάται, μου λέει, και τρεις μ’ αρνείται σαν τον Θωμά τον άπιστο – τάχα η σώτειρά μου. Κι εγώ ούτε μέλι έχω για την πληγή μου, ούτε λίγο νερό να την καθαρίσω, να την ποτίσω να βγάλει φτερά. Φτεροκόπημα της αβύσσου η ψυχή μου Άβυσσο λέν’ τη χώρα μου μα δεν μιλώ για τα τραύματά μου. Τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα για κείνες τις πληγές σαν τη δική μου. Για τ’ ανεμοδαρμένα αδέλφια μου με τ’ αφανή δεσμά τους, που βγαίνει δις η πίστη τους στον κόσμο τούτο για να ζούνε, στον κόσμο τούτο που γι’ αυτά δε φτιάχτηκε, στον κόσμο τούτο που σαν κουκούτσι τα φτύνει. Και του αγριεύουν τα πουλιά και του θυμώνουν τα δέντρα κι επαναστατούν τα βουνά που αντάρτες γίνονται για χάρη τους, στον κόσμο τούτο που τα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά αντί να τα σηκώσει από το στρώμα και να τους βγάλει τις αλυσίδες, στον ήλιο να βγουν κι εκείνα να πάρει ανάσα το είναι τους.   Μα όχι, όχι! Σαν το κουκούτσι ο κόσμος τούτος μάς φτύνε...

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι χαραμίζονται γραμμένα πάνω σε πλάκες καραμέλας παγωτά και σε ρυζόχαρτα που λιώνουνε μόλις χαθούν μέσα στο στόμα Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι ζωντανεύουνε κι ανθίζουνε Ιβίσκοι κόκκινοι και κίτρινοι κάτασπρα γιασεμιά πουλιά του παραδείσου   Μα να σου τα λόγια σας που τα καλύπτουνε Κείνα τα λόγια σας τα λαξευμένα σαν κάστρα απόρθητα πάνω στην αμμουδιά Ανάσα δεν παίρνουν τα ποιήματα κι η υπαρξιακή τους κρίση δεν αργεί, έτοιμη να τα σμπαραλλιάσει Μα τέτοια ακύρωση; Ο Αύγουστος μονάχα, θα σας πουν Μη μου ζητάς, λοιπόν, ποίημα τώρα να σου γράψω Εγώ πονώ τις λέξεις μου γιατί τον πόνο τους τον νιώθω και ριγώ Κλαίω εγώ το ποίημά μου γιατί νιώθω το άσκοπο του πράγματος που τ' απογοητεύει   Κλαίω, σας λέω, που το βλέπω τα μάτια του σαν κλείνει μια για πάντα ν' αποκοιμηθεί... Ημερολόγιο | 9η Αυγούστου 2024

Καλοκαίρι

Εικόνα
Ι Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Να σπέρνω θέλω Όχι να θερίζω ΙΙ Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Μήτε να σπέρνω θέλω Μήτε να θερίζω – οσμή ολέθρου ζέχνουν και τα δυο Θέλω να καβαλάω το κύμα να κολυμπώ στο ούζο να γλείφω τον ήλιο μαστίχα παγωτό. Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας

Όταν μιλώ με την πατρίδα μου...

Κόκκινος ο ήλιος, κόκκινο το φεγγάρι, κόκκινη και η θάλασσα. Πενήντα χρόνους τώρα. Κι εσύ, μέρα και νύχτα, κοιμάσαι και ξυπνάς στο κόκκινο - μαζί σου κι η ψυχή μου. Μέσα στο κόκκινο -τ' άλλοτε καταγάλανα νερά σου- πλεούμενο εσύ μαγαρισμένο. Αχ, να 'τανε μονάχα κόκκινο του έρωτα                                                τούτο το κόκκινο του θανάτου!

Black dog

Εγκλωβισμένος από το ίδιο του το είναι, θεατής του αίματός του που κυλάει και φεύγει, δέσμιος μιας μάχης ατελέσφορης με τα υποσυνείδητα δεσμά του και μια λύτρωση σε οριστική αναβολή, τοιχώματα που δεν σπάνε                     κι η ζωή του να περνά με εκείνον χωρίς εκείνον.

Το Παρίσι μου

Εικόνα
Η μαμά κι εγώ στο Παρίσι (από το προσωπικό αρχείο μου) Άνοιξε, παραθύρι μου, να βουτήξω μέσα του,  να μεθύσω απ' του Σικουάνα το κρασί του, κι έτσι εντελώς νηφάλια, να πνιγώ στην ομορφιά του.  Τούτη θα 'ναι η αυτοχειρία μου.  Το ξέρω. Με περιμένει.  Μια ζωή με περιμένει το Παρίσι μου.

Ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου

ήτανε τότε που έψαχνα στα τριαντάφυλλα για να σε βρω ένα-ένα τα πέταλα μαδούσα ραίνοντας το κενοτάφιό σου τότε που πήρα σβάρνα τον ερημίτη κήπο χαλί στρωμένο πάνω απ’ την κρημνώδη ακτή τότε που ρόδο δεν άφησα αμάδητο κι ας μ' απειλούσε ο ροδοκύρης το σουγιά του κραδαίνοντας τη χαρά μου σα να ’θελε στα δύο να κόψει μ’ ένα μοιραίο πλήγμα στην καρδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου γαλάζιο αστέρι εσύ εκείνο το πρωί που μου ’κλεισες το μάτι συνωμοτικά συνένοχος στη σκανταλιά μου στην τρέλα μου ή στην απελπισιά μου πέταλα άλικα λευκά και ροζουλί από το κενοτάφιο κι όλο το μονοπάτι ίσαμε κάτω στην αμμουδιά εκείνη των ιλαρών μα άμοιρων κυμάτων τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι αγαπηθήκαμε στα φανερά εκεί στην αμμουδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου κι αγαπηθήκαμε στα φανερά με ρούχο μας μοναδικό το χρώμα των κορμιών μας –πόσο μας έδενε η διαφορά τους– τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι ύστερα έγειρα να κοιμηθώ στο στέρνο σου επάνω πού είν’ ο θάνατος, σε ρώτησα, ...

Γραμμένο στ' όνειρο

Όταν γράφω ποιήματα τη νύχτα γράφω για πράγματα που γίνονται τη μέρα - όπως το φως του ήλιου καθώς πέφτει πάνω στο κανελί πλούσιο τρίχωμα της γάτας μου Όταν γράφω ποιήματα τη μέρα γράφω για πράγματα που γίνονται τη νύχτα - όπως όταν με λούζει του ερεβώδους ουρανού η αστερόσκονη και γίνομαι νεράιδα για το παλικάρι μου Στα δικά μου ποιήματα δεν λείπει η νύχτα από τη μέρα - μήτε τ΄ αντίθετο

Του έρωτα ή ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ

Όταν σ' ερωτεύομαι ξυπνώ το πρωί και δεν ανοίγω κουρτίνες, παράθυρα. Είμαι αυτόφωτη.   Όταν σ' ερωτεύομαι παύω να είμαι θνητή. Ανοίγω τα φτερά τους ουρανούς οργώνω το διαμαντένιο να σου φέρω δάκρυ εκείνου που σταυρώθηκε. Περασμένο σε αλυσίδα από αστράκια που μόλις γεννηθήκανε. Να σου στολίσει τον λαιμό. Να σε προσέχει, παλικάρι μου.   Όταν σ' ερωτεύομαι τίγρης γίνομαι. Και φοβάμαι πως η καδένα στον λαιμό σου δεν θα μείνει για πολύ εκεί ακόμα. Κι αναρωτιέμαι ποιος, από εμένα την αυτόφωτη, τη μη θνητή, την τίγρη, την ερωτευμένη μαζί σου, θα μπορέσει να σε σώσει, αγόρι μου, του έρωτά μου εσύ ο υάκινθος ο πέρκαλλος, ο μέγας...
Γιατί τι είμαστε στην τελική; Μια παύλα ανάμεσα σε δυο ημερομηνίες. Αυτό είμαστε. Ή μάλλον ήμασταν. Μια τόση δα παυλίτσα που χάνεται μες στην ασήμαντη  σημαντικότητα της γέννησης και του θανάτου. Ένα τίποτα δηλαδή. Ίσως πάλι τα πάντα. Ή μάλλον τα πάντα που δεν ήταν τίποτα. Ή μάλλον το τίποτα που ήταν τα πάντα. Ημερολόγιο | 20.01.2024

J'en ai marre!

Εικόνα
Source: https://www.theparisreview.org/blog/2018/05/01/may-68-posters-of-the-revolution/ χαζοκούτια χαζοπεριοδικά χαζοβιόλες χαζοβιόληδες ίνστα, τικτόκ κι άγιος ο θεός κι ειδήσεις να χαρώ μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει βομβαρδίζουνε εμάς τα πνεύματα ενός σύμπαντος άλλου πού ζω πώς βρέθηκα εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά απορώ κι εξίσταμαι να 'ναι καλά η ασπίδα μου                     - απ' το καλύτερο ατσάλι μα απ' την πολλή τη χρήση την πάω κάθε τρεις και λίγο για συντήρηση                      - γαμώ τις αφραγκιές μου

Το σούρουπο, όταν μου μιλά

βραδιάζει πέφτει το σούρουπο το κόκκινο μπλαβίζει της πασχαλίτσας βαραίνει τα ματόκλαδα της γης της λάμπας το κιτρινισμένο φως χλομιάζει τα πρόσωπα σ' έναν κόσμο δίχως ζωντανούς δίχως αθώους ψες ένα όνειρο έβλεπα: πως η γέννα ήταν ο θάνατος κι ο θάνατος η γέννα γιατί αν τώρα είν' η ζωή κι όχι ο θάνατος πού είναι τότε οι ζωντανοί; πού οι αθώοι; τους λυτρωμένους ψάχνω μα δε βρίσκω.

Ο πηδαλιούχος του βυθού

Εικόνα
Canopus taken from ISS, in March 2003. NASA. ( Πηγή φωτό ) Από τα τρίσβαθα του νάματος του Νείλου τις μέρες τούτες λάμπουν σ’ οθόνες και σ’ εξώφυλλα πόλεις αρχαίες ελληνικές αριστουργήματα γλυπτά αγάλματα θεών και βασιλιάδων μνημεία στήλες και ερείπια ιερών Ηράκλειον ή Θώνις και Κάνωπος ή Κάνωβος Ω βυθισμένες πόλεις Ω ξεχασμένες εσείς πόλεις Σβησμένες εσείς πόλεις από ανθρώπου μνημονικό Μονάχα ο Όσιρις εσάς ακόμα συλλογιέται λατρείας του ω χώροι ιεροί Μα και ο Νίκανδρος στης ποίησής του τις χορδές και εις στο λύχνο της φιλοσοφίας του ο Σενέκας Άλλος κανείς Κανείς μήτε τον Κάνωπο θυμάται που 'χε στην Κάνωπο ταφεί χιλιάδες χρόνια πριν στα τρίσβαθα κατέβηκα μ' αρχαίο οξυγόνο και με τα δυο μου χέρια έπνιξα το φίδι που σε σκότωσε στην άμμο Κάνωπε στο μούχρωμα εβγήκε ο λυγμός Και ποιος άραγε σήμερα εσένα να θυμάται του Μενελάου γενναίο πηδαλιούχο εξ Αμυκλών Μόνον ο έκλαμπρος αστέρας που 'χει πάρει τ' όνομά σου κι η πόλη που την βάπτισε το σκήνωμά σ...

1974, Το μαύρο καλοκαίρι

Εικόνα
«Κύπρος 1974», χαρακτικό, Α. Τάσσος (1914-1985) 1974, ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ                      Στους Αγνοούμενους Ήρωες  Παύλο Κουρούπη Χρήστο Γρίβα Χρίστο Καρεφυλλίδη ΑΙΩΝΙΑ ΣΑΣ Η ΜΝΗΜΗ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΤΙΜΗΜΕΝΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ Της Θεάς Αφροδίτης η πατρίς είσαι εσύ, νησί μου Που τα νερά σου γέννησαν με τον Αίολο για πόνο Την των Θεών πιο λατρευτή κι αγαπημένη κόρη Εσύ, φύτρα Αγίων ιερή, με δυόσμο μοσχοβολιστή έως τα πέρα όρη Κοχύλι χρυσοποίκιλτο, σκαρί μαλαματένιο Στης Μεσογείου την καρδιά βρίσκεσαι αραγμένο Κι ολόγυρά σου τα νερά ολόγλυκης αλμύρας Να σ’ αγκαλιάζουνε σφιχτά πάντοτε με φροντίδα. Γιατί ετούτα τα νερά ξέρουνε για τον φθόνο Που τρέφουνε για σένανε καράβια από δω γύρω Μα κι απ’ αλλού, σκαριά φριχτά, γεμάτα Εωσφόρο. Θάλασσας κύματα λευκά, κοπάδια ατσαλωμένα Και ουρανόσταλτα αγγέλων τάγματα στα γαλανόλευκά τους Κύπρος μου, όμορφο νησί, εσένα διαφεντεύουν. Ψυχές από το τιμημένο χώμα σου πλασμένες Κι άλλες από της Μάνας σου τ...

Revelation

Ζωή μου, ολάκερη ζωή μου δεν είν' αστείο να, μόλις σήμερα σε έμαθα κι εσένανε μαζί, εαυτή μου Ζωή που δεν σε είχα ζώντας σε Να χαρώ που επιτέλους σ' έμαθα; Να κλάψω που δεν σ' ήξερα ποτέ μου; Ναι, εσένανε ζωή μου Ναι, κι εσένα, εαυτή μου Ήμουν μια άλλη ή μήπως είμαι μια άλλη ή μήπως ήμουν πάντοτε εγώ Αληθινά δεν ξέρω τι να πω και τι να απαντήσω. Μην με ρωτάς, λοιπόν.   Αγάπα με. Αυτό και τίποτα άλλο - σε ξορκίζω. Ημερολόγιο | 03.08.23