Στην Πλατεία Σολωμού – ένα βράδυ
Χθες βράδυ, με πλησίασε ένα τζάνκι, 18 με το ζόρι, σκέφτηκα. Παλικάρι καλότροπο το σύγκοψα κι είχε το βλέμμα του χαμένο, καλά κρυμμένο κάτω από την τρεμάμενη αγριάδα του. Μα εγώ το είδα, δε με ξεγέλασε. Νωχελικό το παλικάρι και νευρικό την ίδια ώρα. Σε ποια πραγματικότητα ζω;, σάμπως και ούρλιαζε με τη σιωπή του. Σ’ αυτήν ή σε κείνη την άλλη; Ντιπ για ντιπ χαμένο. Και θλιμμένο το παλικάρι μου, το φώναζε όλο το κορμί του. Δεν το φοβήθηκα – ο φόβος του ξεπερνούσε, καθώς φαίνεται, τον δικό μου. Νόμιζα πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει, λεφτά, φαΐ, τσιγάρο. Περίμενα να μου μιλήσει. Τίποτα. Λοιπόν;, το ρωτάω διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Λοιπόν τι;, μου απαντάει. Γιατί ήρθες και στάθηκες εδώ απέναντί μου; Θες βοήθεια; Δεν αισθάνεσαι καλά μήπως; Δε μου απαντάει. Μένει να με κοιτά ώρα καμπόση. Κι ύστερα, μη φοβάσαι, μου αποκρίνεται. Μια αγκαλιά… ήταν το ψέλλισμά του. Κι έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, ένα πράμα. Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα έκπληκτη. Κι έπειτα, δίχως δεύτερη σκέψη,