Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΠΕΖΑ

Στην Πλατεία Σολωμού – ένα βράδυ

Εικόνα
     Χθες βράδυ, με πλησίασε ένα τζάνκι, 18 με το ζόρι, σκέφτηκα. Παλικάρι καλότροπο το σύγκοψα κι είχε το βλέμμα του χαμένο, καλά κρυμμένο κάτω από την τρεμάμενη αγριάδα του. Μα εγώ το είδα, δε με ξεγέλασε. Νωχελικό το παλικάρι και νευρικό την ίδια ώρα. Σε ποια πραγματικότητα ζω;, σάμπως και ούρλιαζε με τη σιωπή του. Σ’ αυτήν ή σε κείνη την άλλη; Ντιπ για ντιπ χαμένο. Και θλιμμένο το παλικάρι μου, το φώναζε όλο το κορμί του. Δεν το φοβήθηκα – ο φόβος του ξεπερνούσε, καθώς φαίνεται, τον δικό μου. Νόμιζα πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει, λεφτά, φαΐ, τσιγάρο. Περίμενα να μου μιλήσει. Τίποτα. Λοιπόν;, το ρωτάω διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Λοιπόν τι;, μου απαντάει. Γιατί ήρθες και στάθηκες εδώ απέναντί μου; Θες βοήθεια; Δεν αισθάνεσαι καλά μήπως; Δε μου απαντάει. Μένει να με κοιτά ώρα καμπόση. Κι ύστερα, μη φοβάσαι, μου αποκρίνεται. Μια αγκαλιά… ήταν το ψέλλισμά του. Κι έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, ένα πράμα. Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα έκπληκτη. Κι έπειτα, δίχως δεύτερη σκέψη,

Ένας κατιφές

     Ένας κατιφές φύτρωσε, μάλλον χθες, στο πουθενά. Αδέσποτος και άστεγος, μαγκούφης, ένας ερημίτης με το ζόρι είν’ ο μικρός μου ο κατιφές, ο σχεδόν αγέννητος. Ίσα που ξεπροβάλλει μέσα απ’ το χώμα ολόχαρος και όλο χάρη με δυο κλωναράκια τόσα δα, σαν ματάκια περίεργα και πονηρά πάνω απ’ την επιφάνεια της γης να κοιτάζουν· πάνω από τη γη ετούτη, την απύθμενη αγκάλη, που, αργά ή γρήγορα -σ’ αντίθετη γέννησης φορά-, όλα τελεσίδικα και ανεπιστρεπτί στα έγκατά της τα οδηγεί και τα αλέθει…      Ποιος άραγε να ξέρει από ποιανού τον κήπο έκλεψε τ’ αγέρι ή μια μέλισσα τον σπόρο του. Τον ταξίδεψε μες στους αιθέρες, πάνω από φυτά ολάνθιστα κι ανάμεσα σε σμήνη εντόμων, και τον έριξε εδώ χάμω… Κι εγώ είχα την τύχη να τον δω και να τον διακρίνω!      Την ίδια τύχη που είχε κι αυτός ο κατιφές μου ο θαρρετός να πέσει μέσα σε χώμα γόνιμο! Και να σου τώρα δυο φυλλαράκια, σαν κέρινης καρδιάς φύλλα ή χάρτινης βαρκούλας πρασινωπά πανιά, δειλά να ξεπροβάλλουν μες στης φύσης το οικείο και το άγνωστο μαζί.