John Mateer

 






JOHN MATEER


Ποιήματα


Επιλογή-Mετάφραση-Eπίμετρο: Νικολέττα Σίμωνος





ΑΤΙΤΛΟ

Ανάμεσα στο Όνομα του Πατρός
και του Υιού, ο Ποιητής

στέκει σιωπηλός, ένας Άγγελος που μεσιτεύει.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Δε θα βρούμε Τον Ποιητή
στους στίχους του. Για τούτο και
επισκεπτόμαστε τα σπίτια τους,
τους τάφους τους, ή τα ποτάμια.
Δεν υπάρχει χώρος μέσα στο ποίημα
για Τον Ποιητή, μονάχα για το ειπωμένο,
ενίοτε και γι’ αναμνήσεις.
Επισκεπτόμαστε τις χώρες ξένων
ποιητών για να τις βρούμε κατεστραμμένες,
να γίνουμε μάρτυρες, εκεί όπου οι λέξεις ήταν,
κάποτε, χαλάσματα, καρατομημένα αγάλματα
και πουλιά, ωδικά πουλιά κλεισμένα στα κλουβιά τους.




ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Οι μεταφραστές είναι άγγελοι, ψιθύρισα
στ’ αυτί του φύλακα αγγέλου μου στη Βιβλιοθήκη Ιωαννίνα[1].
Στέκουν στο πλάι μας, αφουγκράζονται τους λογισμούς μας,
μουρμουρίζοντας μονάχα τ’ απαραίτητα.
Εκείνη, μειδιώντας ελαφρά
κι ακούγοντας με προσοχή τον ομιλητή που ‘χε αναφέρει τ’ όνομά μου,
είπε: Είμαστε το απόλυτο τίποτα· ένα ανώνυμο,
άλαλο, φεγγοβόλημα φτερωτό, εκτός απ’ όταν είμαστε κακοί.

Έπειτα, γυρνώντας προς το μέρος μου: Όπως τώρα, αν παραλείψω να σου πω τι είπε –




ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο Πεσσόα ως χαρτονόμισμα

Προτού την αγαπήσω, μου χάρισε το χαρτονόμισμα που φέρει το πορτραίτο σου.
Σ’ αντάλλαγμα, είχα υποσχεθεί να της χρωστάω ένα ποίημα στο κοινό μας μέλλον.

         Τι είναι η αγάπη αν όχι Οι Δυο αποσυρθέντες πια απ’ την κυκλοφορία;
         Αν όχι μια ουτοπική οικονομία, σαν παρθενιά ανανεώσιμη;


Δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου σαν εσένα, με το πρόσωπο εκείνο που, γλιστρώντας μέσα από τα χέρια,
Αγόραζε υπούλως διαφόρων αποχρώσεων χειρονομίες και φιλιά λαθραία, με ξεπερασμένο νόμισμα.

 



Ο Πεσσόα ως παιδί σε φωτογραφία

Δεν υπάρχει παραλήπτης, μοναχά αυτή η φωτογραφία
στην οποία εσύ, όπως κι εγώ, πολλαπλασιαζόμαστε.

Εσύ, Πεσσόα, με τα μάτια χαμηλωμένα σαν της Παρθένου
του Σάο Ρόκε[2], ατενίζεις συνεχώς

στη «μεσαία, όπως τη λεν, απόσταση»,
στον Ατλαντικό εκείνο μεταξύ ενός ονόματος και του νυσταγμένου του προσώπου.

Πεσσόα, δεν είσαι μήτε παραλήπτης
μήτε το αντικείμενο της παιδικής αυτής φωτογραφίας.

Είσαι ο Εαυτός μου απαθανατισμένος σε τούτη τη φωτογραφία
κι εγώ το μοναδικό διασωθέν ετερώνυμό σου.





ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Όταν στον Καθεδρικό του Σαντιάγο δε Κομποστέλα κληθώ
να αγκαλιάσω, για καλοτυχία, του Αγίου τον μαρμάρινο κορμό,
δεν θα το πράξω. Όχι για λόγους ηθικής.

Το ν’ αγκαλιάζει κανείς κάποιον εκ των νώτων τοιουτοτρόπως
μου θυμίζει έντονα τον τρόπο που, στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του Απαρτχάιντ,
μας μάθαιναν να πλησιάζουμε τον εχθρό,

για να του κόψουμε το λαρύγγι.





ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΕΜΙΡΑΤΩΝ

Η λέξη «εξόριστος» στο λεξιλόγιό μας πια δεν υπάρχει,
κι ας ανταμώνουμε στο Εμπορικό Κέντρων των Εμιράτων,
το σπήλαιο εκείνο της υπερβολής, παραγγέλνοντας παραδοσιακό
φαγητό πολυτελείας, τις προοπτικές μας
σε δυο, ίσως και τρεις, ηπείρους αναλογιζόμενοι,
κι ομολογώντας πως στην πατρίδα πια δεν ξαναγυρνάμε.
Με τους ταξιτζήδες μας δεν μοιάζουμε, εμείς με τις ολοένα
ανανεώσιμες βίζες μας και την ενσυνείδητή μας αμνησία,
έστω κι αν θα μπορούσαμε και εμείς μια ζωή πήγαινε-έλα
τους αυτοκινητόδρομους του Ντουμπάι να διασχίζουμε,
τις στούπες της Ανουρανταπούρα αναπολώντας,
πώς μες στο ηλιόφως λάμπουν σαν αναποδογυρισμένα μπολ με ρύζι.
Μόνη μας παρηγοριά όλα όσα ήταν κάποτε Λογοτεχνία,
η μεταμόρφωσή της, τα αερικά εκείνα, οι άλλες μας ζωές.
Ή μήπως δεν συνέβη το αντίθετο; Δεν απελαθήκαμε μήπως
από τον Κήπο της Ανυπαρξίας, για να περιπλανηθούμε, μιαν ολάκερη δεκαετία,
στις σκέψεις μας χαμένοι, να φανταζόμαστε την λεωφόρο Αλ Μουτίνα σαν μια λεωφόρο της
Τύνιδας, σταχτόχρωμοι φοίνικες τον ίσκιο τους να μάχονται να δώσουν κόντρα στην χρυσίζουσα αχλή των καυσαερίων;
Αλή, θυμάσαι ‘κείνο τ’ όνειρο για το οποίο μου ‘χες μιλήσει: ο Χαφίζ
να παρουσιάζεται σ’ έναν λόγιο Αυστραλό και Δραγουμάνο του
να τον διορίζει; Μάλλον έτσι καταλήξαμε κι εμείς εδώ πέρα
στην εμπορική τούτη όαση του πλούτου και της υπερβολής,
σαν ένα ποίημα που γεννιέται στην άκρη της γλώσσας αλλουνού,
σαν πλήρως μεταφράσιμα συνώνυμα της λέξεως: «εξόριστος».

 




Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Στη Γέφυρα του Γαλατά

Ένα ομιχλώδες πρωινό, η Αγάπη μου κι εγώ διασχίζουμε τη Γέφυρα του Γαλατά,
από τα δυτικά στα ανατολικά.
Μια ατέλειωτη αράδα ψαράδων, σκυφτοί να μαζεύουν τα δίχτυα της νύχτας.
Να κι ο Μαργιάν –μεταφραστής των Μίλτων,
Τσώσερ, Μπέογουλφ: Σλοβένος ποιητής! –με ανασηκωμένο τον γιακά, να καπνίζει,
χαζεύοντας τους θόλους και τους μιναρέδες πίσω μας στην Άλλη Όχθη.
«Φίλε μου!», βάζει μια φωνή, κάνοντάς μου χειραψία και αγκαλιάζοντάς με. Του σύστησα την Αγαπημένη μου…

                                    Θαρρείς και στη χιονισμένη κορυφή του Όρους Σουμέρου[3],
              είμαστε ο άξονας των αναμνήσεων που στροβιλίζονται αλάργα.








Η ΠΟΛΗ

Δίχως Φεγγάρι

Μέσα από το αχνοσκόταδο προβάλλουμε
κάτω απ’ τα λαμπάκια της πίσω αυλής ενός σπιτιού, έξω

στο δρόμο όπου τα σπίτια είναι σχήματα
κι ο ουρανός αρνητικός, άσπρος.

Έπειτα από ώρες. Συνειδητοποιώ πως το αμάξι σου είναι
μαύρο, όχι κόκκινο αγωνιστικό. Με δυο φωνές

ρωτάμε: «Πού θα ‘πρεπε να πάμε»; Όσο περισσότερο
πλησιάζω τόσο περισσότερο πρέπει να σπρώξω

τα πόδια προς το δάπεδο: ζαλισμένος,
κρύος. «Στο Φεγγάρι», απαντώ. (Ποιος είσαι;)

Είπε ο Αρτώ: Είμαι στο φεγγάρι
ως είναι άλλοι στα μπαλκόνια τους.


Αναρωτιέμαι εάν αγάπησε ποτέ του…
Δεν είναι δα κι απάντηση ετούτη. Στριφογυρνώ:

«Δεν έχει φεγγάρι απόψε».

Είναι τόσο ξάστερα.







ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

Ενώ έπαιζα ποδόσφαιρο με το παιδί, είχα
επίγνωση των γύρω λόφων από σπίτια, προάστια που απλώνονταν
όπως το λίπος που με την ηλικία κυκλώνει του συναισθήματος
τη χώρα την κοιλιακή. Ακόμα μια μέρα που χωνεύτηκε, καθώς γλιστρούσε το σούρουπο απαρατήρητο ανάμεσα στα άδεια οικόπεδα και τα ασβεστολιθικά οικοδομικά τετράγωνα, άμμος
που κυλάει κάτω χαμηλά, στον αλέκιαστο ωκεανό, άηχη,
αντιψυκτική, αντισκωριακή. Τούτο το γενικό κενό
που ένιωσα σαν ένας Έλληνας στην Αλεξάνδρεια, να ακούω
τις οικίες του τετραγώνου και το σπίτι των γονιών μου να κλείνουν εντός
άσαρκα σώματα, να βλέπω
ό,τι δεν μπορούσα να δω–

ένα σπίτι σαν καράβι γεμάτο τοίχους λευκούς.





ΠΙΝΤΖΑΡΑ [4]

Κάτω στο μέρος όπου γίνηκε η μάχη που ‘μοιαζε πιότερο με σφαγή
κάτι τύποι της φυλής Νούνγκαρ το πέρασμα τού δείξαν
κει όπου, κάτω χαμηλά πάνω απ’ τα μελανιασμένα τα νερά,
τη βολίδα είχανε δει να αιωρείται λευκή σαν μάτι τυφλό,
κι αυτός τους ρώτησε αν είχαν προσπαθήσει να καλέσουν τα πνεύματα
εκείνα,
κι οι τύποι γέλασαν:
Με τίποτα, φίλε, είχαμε φύγει σα βολίδα!





N.B. Τα ανωτέρω ποιήματα ανήκουν στις συλλογές Southern Barbarians (2007), The West (2010), Unbelievers, or ‘The Moor’ (2013) και Emptiness (2014). Η παρούσα αποτελεί τη δεύτερη δημοσίευση ποιημάτων του Ματίαρ στα ελληνικά.




Επίμετρο:

Ο Τζον Ματίαρ (John Mateer) είναι Νοτιοαφρικανός ποιητής, κριτικός σύγχρονης τέχνης και συγγραφέας, γεννηθείς το 1971 στην πόλη Roodepoort της Νοτίου Αφρικής. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Περθ της Αυστραλίας, όπου και ζει έκτοτε. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας και, στην πορεία, έζησε για μια τριετία στην Ινδονησία. Είναι πολυταξιδεμένος, πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος, με μερικές από τις ποιητικές συλλογές του να είναι οι ακόλουθες: Anachronism (1997), The Ancient Capital of Images (2005), Southern Barbarians (2011), Unbelievers, or the Moor (2013), κ.ά. Για τη συλλογή του Barefoot Speech (2000), το 2001 απέσπασε το Βικτωριανό Πρώτο Βραβείο Ποίησης C. J. Dennis (Αυστραλία). Μεταξύ άλλων, έχει τιμηθεί με το Μετάλλιο της Εκατονταετηρίδας για την πολύτιμη συμβολή του στην κοινωνία και λογοτεχνία της Αυστραλίας. Στο πεζογραφικό corpus του, περιλαμβάνεται και ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο, με τίτλο Semar’s Cave: an Indonesian Journal (2004). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ιαπωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά.

Ως ποιητής, ο Ματίαρ έχει χαρακτηριστεί ως «σύνθετος», ως «ο ποιητής των πολλών τόπων, γλωσσών και πολιτισμών», αλλά και ως «η πιο πρόσφατη μετενσάρκωση του παγκόσμιου ποιητή». Ωστόσο, όπως ο ίδιος εξηγεί, δεν σκέφτεται με όρους γεωγραφικούς, γλωσσικούς και πολιτισμικούς, αλλά με όρους ιστορικούς, και αντιμετωπίζει τον κάθε τόπο σαν πράξη πολιτισμική και τον κάθε άνθρωπο σαν ενσάρκωση της Ιστορίας. Για κείνον, ο τόπος συνδέεται άμεσα τόσο με τον Άνθρωπο όσο και με την Ιστορία. Για τούτο και ταξιδεύει πολύ. Η ποίησή του τοποθετείται συχνά σε ποικίλα μέρη με διαφορετικούς πολιτισμούς, κάτι που αντικατοπτρίζει τις μετακινήσεις και τα ταξίδια που έλαβαν χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός πως συνηθίζει να επισκέπτεται περισσότερο μέρη μη αγγλόφωνα, αφού εκεί αισθάνεται πιο οικεία, όπως π.χ. στην Ιαπωνία και την Κίνα και, γενικότερα, στην Ασία, σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παρ’ όλο που αισθάνεται σε αρκετούς τομείς Ευρωπαίος, η οικειότητά του με χώρες της Ασίας έγκειται, κατά κύριο λόγο, στην προσπάθεια ψυχολογικής αποσύνδεσής του από τις συνήθεις ταυτοποιήσεις με το «Λευκό» και το «Δυτικό», και τούτο εξαιτίας του απαρτχάιντ, το οποίο στιγμάτισε, στην ουσία, όλους τους λευκούς πολίτες της πατρίδας του, ακόμα και όσους δεν σχετίζονταν μαζί του.

Η ποίησή του διαχέεται από μιαν έντονη πνευματικότητα και μια βαθιά φιλοσοφική αναζήτηση. Διακρίνεται δε, μεταξύ άλλων, για το αισθητικό της ύφος, τις πολυσύνθετές της αντηχήσεις, τον συλλογιστικό της λυρισμό και την πλούσια (κοινωνικο-ιστορικο-πολιτισμική) εικονοκλασία της. Αποπνέει, θα λέγαμε, έναν αέρα Ανατολής και στηρίζεται, σε επίπεδο υπαρξιακό, στην ιδέα της «διαφάνειας του Εαυτού», μ’ έναν τρόπο, ωστόσο, που σχετίζεται άμεσα με την βουδιστική θεωρία του Εαυτού, σαν έναν «καθρέφτη δίχως είδωλο». Στη βουδιστική φιλοσοφία, ο ποιητής μυήθηκε από το έργο του ομοίως Νοτιοαφρικανού ποιητή Breyten Breytenbach (1939–). Μέσα από το εν λόγω έργο ξεκίνησε, επίσης, η γνωριμία του με τον ευρωπαϊκό ποιητικό μοντερνισμό και το έργο ποιητών όπως οι Μπωντλαίρ, Σεζαίρ, Πεσσόα, Ελυάρ και Λόρκα.

Τέλος, να αναφερθούμε στη διακειμενικότητα που χαρακτηρίζει, εν συνόλω, το ποιητικό αυτό έργο (βλ. Πεσσόα και Αρτώ στα παραπάνω ποιήματα), επικεντρωμένοι, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την ελληνική ποίηση. Η επικοινωνία του Ματίαρ με αυτήν, και συγκεκριμένα με τον Αλεξανδρινό μας ποιητή, είναι εμφανής τόσο στον τίτλο όσο και στη μορφή και το περιεχόμενο του τελευταίου ποιήματος της παρούσας δημοσίευσης. Μάλιστα, σε μια από τις συνομιλίες που είχα μαζί του, μου αποκάλυψε πόσο τον είχε βοηθήσει, για παράδειγμα, η ποίηση του Ρίτσου, σε δύσκολες περιόδους της ζωής του.

Α' δημοσίευση:  Ποιητικός Πυρήνας και Θράκα



_______________________

[1] Σ.τ.Μ.: Πρόκειται για τη μεγαλοπρεπή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, στην Πορτογαλία, η οποία ανοικοδομήθηκε τον 18ο αι., επί βασιλείας του Ιωάννη Ε’ της Πορτογαλίας.

[2] Σ.τ.Μ.: Αναφορά στο ξύλινο γλυπτό της Παναγίας με το Θείο Βρέφος που ανήκει στην Εκκλησία του Σάο Ρόκε (Άγιος Ρόκκος), στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, και φυλάσσεται στο μουσείο που στεγάζεται δίπλα από τον ναό.

[3] Σ.τ.Μ.: Σουμέρου σημαίνει «η κατοικία των θεών». Πρόκειται για ενεργό στρωματοηφαίστειο (και την ψηλότερη κορυφή), που βρίσκεται στη νήσο Ιάβα της Ινδονησίας.

[4] Σ.τ.Μ.: Pinjarra: πόλη της Δ. Αυστραλίας, στα περίχωρα της οποίας το 1834 έλαβε χώρα η ονομαζόμενη Μάχη (ή Σφαγή) της Πιντζάρα. Εικοσιπέντε Βρετανοί άποικοι (στρατιώτες, αστυνομικοί και απλοί πολίτες), με επικεφαλής τον Κυβερνήτη James Sterling, επιτέθηκαν σε μια ομάδα ογδόντα Αβοριγίνων ιθαγενών της φυλής Νούνγκαρ (και γυναικόπαιδων συμπεριλαμβανομένων) και σκότωσαν γύρω στις σαράντα ψυχές, αρκετές από τις οποίες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα νερά του ποταμού Μάρεϊ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι