Ώσπου μια μέρα

Είδα στον ύπνο μου πουλιά, κι εγώ πουλί μαζί τους
πως πέταγα εκεί ψηλά, πάνω από γη και θάλασσα,
μ’ αν και πουλί σκεφτόμουνα πως τη ζωή μου χάλασα.
Στον ύπνο ίδιες σκέψεις με τον ξύπνιο, ίδια κι η αχλή τους…
 
…που κοσκινίζει τ’ άγουρο και δένει κόμπο τ’ ώριμο.
Πώς πέρασαν τα χρόνια! Ο χρόνος είν’ αμείλικτος,
έχει το πάνω χέρι, το ξέρει· και προχωρά αμίλητος.
Άλλωστε τι να πει, το ξέρουμε καλά, το έργο είναι γνώριμο.

Γεννιόμαστε και ζούμε σάμπως και τέλος δεν υπάρχει.
Είμαστε άτρωτοι μες στην αφέλεια και το θράσος μας,
κι είναι η αναβλητικότητα στα σίγουρα ο άσσος μας
που αποδεικνύει πως η αθανασία τη ζωή μας άρχει.

Ώσπου μια μέρα, σα θα’ χουμε τον βίο μας σχεδόν ξοδέψει,
κι αρχίσει αργά να μας κτυπά την πόρτα η σοφία,
όλα καθαρά θε να φανερωθούν, και δικαιολογία καμία.
Τέτοια σπατάλη πώς! Ο χρόνος στο ταψί μάς έχει χορέψει.

Και τότε κλαις τα χρόνια που χαθήκαν και πράματα
που τώρα πια δε δύνανται να γίνουν. Ποτέ δεν σκέφτηκες
πόσο πονάει η ζωή. Με κλάμα σ’ αυτήν ήρθαμε! Δε δέχτηκες
ποτέ ότι θεριά είν’ της ζωής ανήμερα τα νάματα.

Κλαίμε σαν τον αγέρα της ζωής πρωτανασαίνουμε.
Μα μεγαλώνουμε και το ξεχνάμε, τόσο απ’ τη ζωή μεθάμε.
Μα ο χρόνος τρέχει. Και είν’ αργά σαν την αλήθεια αγροικάμε.
Ο χρόνος δε μας παίρνει. Και ιτιές εμείς κλαίουσες πεθαίνουμε…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι