Ο δειλός και η ιστορία του
"Amor, un día…
Amor, un día yo…
No, déjame
Una lágrima y un recuerdo
Te ofrezco
Y me voy
No puedo mirar en tus ojos
No puedo mirar en tus ojos
Tesoro mio"
Μα το ποτάμι μίλησε. Είδες πόσο σφιχτά μας τύλιξε. Μας το μιλήσαν και τ’ αστέρια που τη γύμνια μας απ’ το σκοτάδι ‘βγάλαν. Κι ερεθισμένο στη θέα μας το φεγγάρι, είδες πώς καρφωνόταν πάνω μας; Οι φοράδες των γύρω στάβλων εβογγούσαν ενώ ο θεός από ψηλά φυσούσε μες στα δυο μας πρόσωπα. Δεν τα ‘ζησα μονάχος μου εγώ. Μαζί τα ζήσαμε, juntos nos dos, mi corazón!
Amor, un día yo…
No, déjame
Una lágrima y un recuerdo
Te ofrezco
Y me voy
No puedo mirar en tus ojos
No puedo mirar en tus ojos
Tesoro mio"
«Ο φυγάς!», φώναξαν χθες οι διπλανοί στο καφενείο μα δεν τους κοίταξα. Ποιος να το πει μπορεί με σιγουριά πως εμένα εννοούσαν; «Ο φυγάς!», ξαναφώναξαν. «Ένας μορφονιός απ’ την Ανδαλουσία», έλεγαν ξανά και ξανά ταΐζοντας ακόρεστα την περιέργειά τους.
Στο ποτάμι καταμεσής δύο βουνών λίγο έξω απ’ τη Σεβίλλη, έκαναν έρωτα γυμνοί μες στο νερό και κρέμονταν ο ένας απ’ τον άλλο σαν ένα σώμα δίχως βάρος. Κι ήταν μονάχα ό,τι ένιωθε η ψυχή τους σάμπως. Ήτανε μόνοι, η Κάρμεν κι εκείνος. Άγνωστοι ίσαμε τότε. Μήτε ονόματα, τόποι και ημερομηνίες.
Την ένωση ολοκληρώνοντας κι εκβαίνοντας, ωστόσο, από τον ποταμό ήταν ο κόσμος όλος ήταν, κάτω από τον έναστρο ουρανό τον καλοκαιρινό της Ανδαλουσίας, κάτω από των λιόδεντρων τις φυλλωσιές τις χρυσοπράσινες κι ανάμεσα στα θροΐσματα των θάμνων της λεβάντας από τον βραδινό βοριά που απαλά τους χάιδευε, ένας ιδρώτας μύριζε αλλόκοτος ευλογημένος.
Την κοίταξε στα καστανά μελένια μάτια. Τον κοίταξε κι εκείνη με μια αθωότητα μωρού παιδιού. «Θα φύγεις, το ξέρω, και θα μ’ αφήσεις εδώ να πλένω και να ταΐζω τις φοραδίτσες μου. Γονιούς κι αδέλφια έχω, δε λέω. Αλλά αν μείνεις θα γυρνάμε όλη τη γη μαζί, mi amor. Αν τις χορδές σου με αφήνεις να φροντίζω, τις αμυχές σου να γαργαλώ. Δεν σε φοβάμαι. Άσε με να σε κανακέψω. Ο χρόνος μου δικός σου κι ο χρόνος σου δικός μου, αγαπημένε μου και τρυφερέ μου. Θέλω κοντά σου να μείνω. Por siempre, mi amor».
Μα το ποτάμι μίλησε. Είδες πόσο σφιχτά μας τύλιξε. Μας το μιλήσαν και τ’ αστέρια που τη γύμνια μας απ’ το σκοτάδι ‘βγάλαν. Κι ερεθισμένο στη θέα μας το φεγγάρι, είδες πώς καρφωνόταν πάνω μας; Οι φοράδες των γύρω στάβλων εβογγούσαν ενώ ο θεός από ψηλά φυσούσε μες στα δυο μας πρόσωπα. Δεν τα ‘ζησα μονάχος μου εγώ. Μαζί τα ζήσαμε, juntos nos dos, mi corazón!
Όλα τούτα αναλογιζόμουν ακούγοντας τους διπλανούς στο καφενείο. Τους φαινότανε περίεργο που τούτος ο άντρας ο ερωτευμένος με τους τρεις απανωτούς οργασμούς μες στο νερό να σηκωθεί να την αφήσει μόνη τόλμησε. Μόνη. Στη σκέψη και μόνο αρχίνησαν να κλαίνε οι διπλανοί. «Ωρέ, τι αδικία!», φώναζαν μες στ’ αναφιλητό τους. Πήρε φωτιά του φλαμένγκο το μοιρολογητό για κείνους τους άγνωστους, τους ανόμοιους δυο ξένους.
Ο καφές είχε κρυώσει με το δάκρυ να κυλάει ώρα πολλή μες στο φλυτζάνι. Δεν έλεγε να κοπάσει το μοιρολογητό. Μόνο άντρες. Στο καφενείο. Μόνο άντρες. Ξάφνου, σηκώθηκα απότομα επάνω. «Εγώ είμαι ο φυγάς!», τους φώναξα. Διέκοψαν μεμιάς και στράφηκαν κατάπληκτοι σε μένα. Όλα τα μάτια σαΐτες καρφωμένες πάνω μου. «Εγώ είμαι ο φυγάς!», επανέλαβα δυνατοφώνως. «Αν βλέπατε κι εσείς μέσα στα μάτια της τον παράδεισο, τότε θα φεύγατε κι εσείς σαν εμένα. Μετρημένοι στα δάχτυλα οι άντρες που κάνουν για μια γυναίκα τέτοια. Κι όλοι εσείς είστε για κείνη σαν κι εμένα. Λίγοι. Πολύ λίγοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου