Σιωπή | Marianne Moore




Marianne Moore (1887-1972)




ΜΑΡΙΑΝ ΜΟΥΡ


ΣΙΩΠΗ


Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει,
«Οι ανώτεροι άνθρωποι δεν κάνουν επισκέψεις μακρόσυρτες,
μήτε ανάγκη έχουν να τους πάν΄ άλλοι να δουν τον τάφο του Λονγκφέλοου
και του Χάρβαρντ τα γυάλινα άνθη.
Αυτοδύναμοι όπως η γάτα --
που κάθεται παράμερα, τη λεία της μονάχη για να φάει,
του ποντικού η μαλακή ουρά να κρέμεται απ΄ το στόμα της σαν παπουτσιού κορδόνι --
είναι φορές που τη μοναχικότητα απολαμβάνουν,
και τον λόγο να τους στερήσει μπορεί
ένας λόγος άλλος που γοητευμένους τους έχει αφήσει.
Το πιο βαθύ συναίσθημα φανερώνεται πάντα στη σιωπή·
όχι στη σιωπή, μα στη συγκράτηση».
Μήτε υπήρξε ανειλικρινής όταν έλεγε: «Κάνε το σπίτι μου πανδοχείο σου».
Τα πανδοχεία δεν είν' οικίες.


Observations, 1924


Μετάφραση-Επίμετρο: Νικολέττα Σίμωνος
Α' δημοσίευση: Θράκα 


Επίμετρο:

Η Μάριαν Μουρ (Marianne Moore, Κέρκγουντ, Μιζούρι 1887 – Νέα Υόρκη 1972) υπήρξε Αμερικανίδα ποιήτρια, εκ των σημαντικότερων γυναικείων ποιητικών μορφών των ΗΠΑ, αλλά και μία εκ των κυριοτέρων εκπροσώπων του αγγλόφωνου ποιητικού μοντερνισμού. Σπούδασε νομικά και ιστορία και συνέχισε με εργαστηριακές σπουδές σε βιολογία και ιστολογία. Ακολούθησαν γραμματειακές σπουδές, προτού ξεκινήσει να διδάσκει μαθήματα του εμπορικού κλάδου στο Ινδιάνικο Κολλέγιο του Καρλάιλ. Το 1916 μετακομίζει στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης. Με την πρώτη της κιόλας εμφάνιση στο ποιητικό γίγνεσθαι του τόπου, κερδίζει την προσοχή κορυφαίων ποιητών της εποχής, όπως οι H.D., T.S. Elliot και Ezra Pound. Για τα Άπαντα Ποιήματά της (Collected Poems, 1951), βραβεύεται, μεταξύ άλλων, με το βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση. Μέντοράς της υπήρξε η ποιήτρια Bryher, τότε σύντροφος της H.D. Για χρόνια αλληλογραφούσε με τον Πάουντ και διατηρούσε μακρόχρονη φιλία με τον Στίβενς. Υπήρξε εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού The Dial, μέσω του οποίου στήριζε νέους υποσχόμενους ποιητές. Αγαπούσε τον αθλητισμό και δη το μπέιζμπολ και την πυγμαχία. Υπήρξε μεγάλη θαυμάστρια του Μοχάμεντ Άλι, για τον οποίο έγραψε και στίχους. Το σήμα κατατεθέν της ενδυματολογικά αποτελούσαν η μαύρη κάπα και το τρίκοχο καπέλο της. Η Μουρ δεν παντρεύτηκε ποτέ, ζούσε πάντα κοντά στη μητέρα της και απεβίωσε στα 85 της χρόνια, ύστερα από διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια. Τιμήθηκε, εν ζωή, με διακρίσεις και βραβεία και αναγορεύθηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. 
Το corpus της περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές, έργα σε πρόζα, όπως, επίσης, και τη μετάφραση στην Αγγλική των Μύθων του Λα Φονταίν. Η ποίησή της, πέρα από όλα όσα χαρακτηρίζουν τον ποιητικό μοντερνισμό, διακρίνεται από τη λεπτή ειρωνεία και το πνευματώδες ύφος της, τον συμπυκνωμένο της λόγο και την ακρίβεια στην απόδοση εικόνων, ιδεών και συναισθημάτων, τον απότομα τεμνόμενο στίχο, τον γλωσσολογικό πειραματισμό, τη χρήση του καθημερινού λόγου, αλλά και τη συχνή παρουσίαση αποφθεγμάτων και απόψεων άλλων, όπως π.χ. συμβαίνει στο ανωτέρω ποίημα, με τη γνώμη του πατέρα της. Στη «Σιωπή», αλλά και εν γένει στην ποίησή της, είναι εμφανής η αγάπη της για τα ζώα, μέσα από τις συμπαγείς εικόνες που εμπνέεται από τη φύση και τα πλάσματά της. Τέλος, ν΄ αναφέρουμε πως η Μουρ ανήκει στους ποιητές εκείνους που στην πορεία τροποποίησαν αρκετά από τα ποιήματά τους, έστω κι αν αυτά είχαν ήδη εκδοθεί.

Ν.Β. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Μουρ, μέσα από το έργο της, αγωνίζεται τόσο να προκαλέσει όσο και να ξεπεράσει τους λογοτεχνικούς της προγόνους. Έτσι και στη Σιωπή, λαμβάνει χώρα μια αδιόρατη συνομιλία της ποιήτριας με τους Χ.Γ. Λονγκφέλοου, Ρ.Γ. Έμερσον και Έντμουντ Μπερκ σχετικά με συγκεκριμένες, ήδη εκπεφρασμένες μέσα από το έργο τους, ιδέες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι