Ένας κατιφές
Ένας κατιφές φύτρωσε, μάλλον χθες, στο πουθενά. Αδέσποτος και άστεγος, μαγκούφης, ένας ερημίτης με το ζόρι είν’ ο μικρός μου ο κατιφές, ο σχεδόν αγέννητος. Ίσα που ξεπροβάλλει μέσα απ’ το χώμα ολόχαρος και όλο χάρη με δυο κλωναράκια τόσα δα, σαν ματάκια περίεργα και πονηρά πάνω απ’ την επιφάνεια της γης να κοιτάζουν· πάνω από τη γη ετούτη, την απύθμενη αγκάλη, που, αργά ή γρήγορα -σ’ αντίθετη γέννησης φορά-, όλα τελεσίδικα και ανεπιστρεπτί στα έγκατά της τα οδηγεί και τα αλέθει… Ποιος άραγε να ξέρει από ποιανού τον κήπο έκλεψε τ’ αγέρι ή μια μέλισσα τον σπόρο του. Τον ταξίδεψε μες στους αιθέρες, πάνω από φυτά ολάνθιστα κι ανάμεσα σε σμήνη εντόμων, και τον έριξε εδώ χάμω… Κι εγώ είχα την τύχη να τον δω και να τον διακρίνω! Την ίδια τύχη που είχε κι αυτός ο κατιφές μου ο θαρρετός να πέσει μέσα σε χώμα γόνιμο! Και να σου τώρα δυο φυλλαράκια, σαν κέρινης καρδιάς φύλλα ή χάρτινης βαρκούλας πρασινωπά πανιά, δειλά να ξεπροβάλλουν μες στης φύσης το οικείο και το άγνωστο μαζί.