Άρωμα πορτοκάλι
Δυο φιλιά ρουφηχτά κι ύστερα γεια, εσύ στο αστρικό παλάτι σου κι εγώ στην καλύβα μου στο δάσος, με το τζάκι και τις κατάλευκες φλοκάτες μου. Ο ορφανός είναι για όλα ξένος, είπε ο ποιητής που το ’ζησε στο πετσί του μα το χαμόγελό του είναι από όλα το πιο γλυκό γιατί πολύ τον πόνο εγνώρισε. Στρώνω τους αγγέλους μου πάνω τους να ξαποστάσεις, είπα. Εγώ είπα, αλλά εσύ με άκουσες; Σ’ αρέσει, λες, να πηδάς μες στα λασπόνερα σαν τα μαθητούδια στο δρόμο για το σπίτι μια μέρα φθινοπώρου. Το κάναμε κι εμείς κάποτε, θυμάσαι; Μα εγώ πιότερο αγαπούσα το πελώριο πορτοκαλόφυλλο που ‘βαζα ν’ αρμενίζει μες στη λιμνούλα τη μικρή, κι ήτανε σάμπως και πορτοκάλι ευωδίαζε το βρώμικο νερό της. Εγώ πηδούσα μεμιάς μέσα στη βάρκα μου κι εσύ, από το αστρικό παλάτι σου, μου φώναζες με νεύρο να πάψω το παιγνίδι και να φύγω. "Δε θέλω να βλέπω πως ζεις τη ζωή γιατί έτσι αντιλαμβάνομαι ότι εγώ έχω ήδη πεθάνει", μου ‘λεγες. Κι ήμασταν μικρά παιδιά. Το ίδιο μου φώναξες και σήμερα, όταν ανέβηκα κι έπιασα να χοροπηδώ πάνω στο κρεβάτι. Κι εγώ, σκέψου, τότε σε αγαπούσα. Κι εγώ, σκέψου, και τώρα σ’ αγαπώ. Ακόμα πιο πολύ, όμως.
Α' δημοσίευση: Μονόκλ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου