Αναρτήσεις

Αγριόχηνες | Mαίρη Όλιβερ

Εικόνα
Mary Oliver (1935-2019),  Source MARY OLIVER ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ Δεν χρειάζεται να είσαι καλός. Δεν χρειάζεται να διανύεις γονυπετής εκατό μίλια μες στην έρημο, μετανοώντας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ν΄ αφήσεις το τρυφερό ζώο του κορμιού σου να αγαπά ό,τι αγαπά. Πες μου για την απόγνωση, τη δική σου, και θα σου πω για τη δική μου. Εν τω μεταξύ ο κόσμος προχωρεί. Εν τω μεταξύ ο ήλιος και τα διάφανα βότσαλα της βροχής  διασχίζουν τα τοπία, πάνω απ΄ τα λιβάδια και τα βαθύρριζα δέντρα,  τα όρη και τα ποτάμια. Εν τω μεταξύ οι αγριόχηνες, ψηλά στον καθαρό καταγάλανο αιθέρα,  τραβούν και πάλι για το σπίτι. Όποιος και να ΄σαι, όση και να ΄ναι η μοναξιά σου,  ο κόσμος προσφέρει εαυτόν στην φαντασία σου,  σαν τις αγριόχηνες σε καλεί, σκληρός και συναρπαστικός - τη θέση σου αναγγέλλοντας ξανά και ξανά  στην οικογένεια των πραγμάτων. Από τη συλλογή Dream Work (1986) Επίμετρο: Η Μαίρη Όλιβερ υπήρξε αμερικανίδα ποιήτρια, γεννημένη το 1935 στο Κλήβελαντ του Οχάιο. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Nation

Άτιτλο | Ετέλ Αντνάν

Εικόνα
  Etel Adnan in New York, 1979 Photograph: Simone Fattal, Source IV. Κανείς δε σου ζήτησε να γίνεις φόβου άγγελος πόσο μάλλον άγγελος θανάτου Το μόνο που θέλαμε ήταν να ’ναι το δέρμα σου τόσο απαλό όσο η θάλασσα ένα απόγεμα του Οκτώβρη στη Βηρυτό του Λιβάνου ανάμεσα σε δυο εμφύλιους Ήρθες με μια χούφτα πόνο κι ένα χαμόγελο που άνοιξε τη γη κάτω από τα πόδια μου όπως κάνει ο σεισμός όταν σμίγουνε δυο άνθρωποι. Από την ενότητα “Love Poems”, στην ανθολογία Women of the Fertile Crescent: An Anthology of Modern Poetry by Arab Women (1978) Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Το Κόσκινο

Φθινόπωρο

Εικόνα
Bamberg, Germany Photo by @magictiron, Source Τα κυνικά καύματα θέρισαν και τα λιγοστά εναπομείναντα στάχυα, όστρακο το θέρος που σφάλισε κι εντός του έκρυψε, ωσάν πέρλα αυτόφωτη και ιριδίζουσα, ολάκερο τον ήλιο                                                                     - περίαπτον στον λαιμό κρεμάμενο. Κι εμείς ντυθήκαμε· την ίδια στιγμή που ξεντύθηκαν τα δέντρα ρίχνοντας τα φύλλα τους πάνω στο νοτισμένο χώμα, σαν έτοιμα από καιρό, την εξιλέωση να ενδυθούν μέσω του επουράνιου ύδατος. Ευλογημένος όστις την αξιωθεί την κάθαρση ετούτη Στέκουν τα δέντρα μες στα ρουμάνια του κόσμου, προβάλλοντας με σθένος την άχραντη γύμνια τους μπρος στα μάτια τ' ουρανού, ως αναμένουν στωικά το πρώτο δάκρυσμά του. Εγώ σαν και τα δέντρα θα ξεγυμνωθώ. Αντάμα με τα δέντρα, γυμνά αυτά, γυμνή κι εγώ, θα προσδοκώ οθόνιο χειμωνικό να 'ρθει να με σκεπάσει. Οκτ. 2013

Αν η απάντηση είναι ναι

Τι είμαστε ποιοι είμαστε σε τούτη τη ζωή; – όχι, άλλη ζωή δεν έχει.  Ένα όνομα; Ένα επώνυμο; Τα παιδιά ενός πατέρα και μιας μάνας; Μια αδελφή; Ένας αδελφός; Ένας σύζυγος; Ένας πατέρας; Μία μάνα; Ένα επάγγελμα; Μία σπουδή; Τα υπάρχοντά μας; Η ασχήμια μας; Η ομορφιά μας; Το φύλο μας; Η εθνικότητά μας; Αν η απάντηση είναι ναι τότε δεν είμαστε τίποτα. Ή μήπως είμαστε το χαμόγελο που ζωγραφίζεται στα χείλη μας και δεν μοιάζει με κανένα άλλο; Το βλέμμα που πηγάζει απ’ τα δικά μας μάτια μοναχά; Ο ήχος της φωνής μας; Της ψυχής μας το ηχόχρωμα; Όλα τα ναι του κόσμου μας στο άυλο της ύπαρξής μας. Ημερολόγιο | Σεπτ. 2022

Φθινόπωρο | Amy Lowell

Εικόνα
Autumn, Portrait of Lydia Cassatt, 1880  Mary Cassatt (1844-1926),  Source AMY LOWELL ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Όλη τη μέρα κοίταγα τα πορφυρά τα φύλλα Καθώς το κλήμα άφηναν κι έπεφταν στο νερό. Και τώρα φεγγαρόλουστα να πέφτουν συνεχίζουν Μα κάθε φύλλο απόψε γαρνιρισμένο είναι με κρόσσι αργυρό… Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Μια ανάσα δρόμος...

Εικόνα
 

Απουσία | Έιμι Λόουελ

Εικόνα
Amy Lowell (1874-1925),  Source AMY LOWELL ΑΠΟΥΣΙΑ Άδειο το φλιτζάνι μου απόψε, Κι είν’ οι μεριές του στεγνές και κρύες, Καθώς το χαϊδεύει τ’ ολόδροσο αεράκι που Αθώρητα μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Κενό και άδειο, πάλλευκο λάμπει στο σεληνόφως. Γιομάτη η κάμαρα με την αλλόκοτη ευωδιά Που αναδύουν τα άνθη της γλυσίνας. Στου φεγγαριού λικνίζονται το φέγγος Κι ανάερα χτυπούν στης κάμαρας τον τοίχο. Μα το φλιτζάνι της καρδιάς μου παραμένει ατάραχο, Και αδειανό, και κρύο. Σαν έρθεις, κατακόκκινο Και σύγκορμα παλλόμενο Από αίμα ξεχειλίζει, Της καρδιάς αίμα προς πόση ολόδική σου· Με αγάπη να γεμίσεις το στόμα σου Και με τη γλυκόπικρη γεύση μιας ψυχής. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Notre petite mort

τη σαμπάνια τη χύνει το σώμα σου και την πίνει το δικό μου το βογγητό σπάει τα κόκκαλα του ποτηριού σε χίλια κομμάτια του κολωνάτου ευτυχώς το άλλο που 'χει του βυζιού σου το σχήμα θέλω να το κρατήσω ενθύμιο εγώ στ' αυτί μου ψιθυρίζεις κι εγώ χαμογελώ   τέτοιοι είναι οι θάνατοι που τους φωνάζουνε μικρούς είναι που οι μικροί κρύβουν σε μια στιγμή την αιωνιότητα   notre petite mort c'est nous deux dans l'éternité θέλω τον μικρό τούτο θάνατο μαζί σου τώρα πάρε με πάρε με μαζί σου στην αιωνιότητα * Μικρό θάνατο λένε τον οργασμό στη Γαλλία.

Ο ουρανός, όμως;

Αυτή η γη, πάνω στην οποία γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, λόγω του ανθρώπινου παράγοντα, δεν είναι ανοικτή ολάκερη για όλους. Όπως και λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου να βρίσκεται παντού την ίδια στιγμή. Αλλά και λόγω του απροσπέλαστου δέους της φύσης, για το οποίο δεν είμαστε παρά μυρμηγκάκια από τα μικρότερα κι εμείς. Βλέπετε, είναι τόσο μεγάλη η ασημαντότητά μας που η ψυχή μας λειτουργεί με αυτό που στην ψυχολογία ονομάζουμε  απώθηση .  Ο ουρανός, όμως; Σε όποιο σημείο της γης κι αν σταθείς, τον ίδιο ουρανό θα αντικρίσεις και, μάλιστα, ολάκερο! Με άλλα λόγια, τον ίδιο ουρανό κοιτάμε όλοι μας. Με μια ματιά μας μοναχά. Γιατί αφενός εκεί δεν δύναται να κάνει κουμάντο ο άνθρωπος, αφού δεν είναι πλασμένος για ουρανούς - λόγω της θνητής φύσης του. Μα αφετέρου ο ουρανός είναι πιο δίκιος από τη γη. Είναι κοινός για όλους, και για όλους ορατός. Και είναι λογικό, καθώς ο Κύριος, ο Δημιουργός, όπως θέλετε πέστε το, δεν κατοικεί στη γη αλλά στα ουράνια... N. | 15η Ιουλ. 2018 | Ημερολόγιο

James Webb Space Telescope

Όταν ένα αστέρι πεθαίνει  (ναι, ακόμα και τα άστρα πεθαίνουνε),  γεννιέται ένας άνθρωπος. Κι όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος,  γεννιέται ένα αστέρι. Και κάπως έτσι υπάρχει ο Πάνω  και ο Κάτω Κόσμος μας. Σ' ένα αδιάλειπτο αλισβερίσι.  Αλισβερίσι σκόνης, θα 'λεγα.  Σκόνης αστρικής. Και χωμάτινης... Ημερολόγιο | 13.07.22
     Η ζωή είναι παντού... Είναι γύρω μας, δίπλα μας, πάνω μας, μέσα μας... Σε κάθ' ανάσα, σε κάθε βλέμμα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε κίνηση, σε κάθ' ανάγκη... Είναι στο σύννεφο που σου χαμογελά, μα και σε κείνο το θλιμμένο που κατσουφιασμένα σε κοιτάζει... Σε κάθε πέταγμα πουλιού, σε κάθε άνοιγμα μπουμπουκιού, σε κάθε άρωμα ανθού, σε κάθ' αγκάθι... Είναι στα μάτια του σκυλιού που σε κοιτάν' κατάματα, στης γάτας το γουργουρητό, και στου φιδιού τον συριγμό... Είναι στο κλάμα τ' ουρανού, στον θυμό του Δημιουργού... Στο θαύμα, στο χαμόγελο το δικό σου, το δικό μου, του παππού, του παιδιού... Είναι στο κλάμα, στο γέλιο, στον θυμό, στην ευτυχία, στο πάθος, στο λάθος... Είναι στο ψέμα, στον πόνο, στην αδικία, στην ψευτιά, στην προδοσία... Μα και στην αλήθεια είναι, στην φροντίδα, στην ελπίδα... Στα χείλη που κουνιούνται ακόμα, στη φωνή που βγαίνει και σου μιλά... Στο χέρι που γράφει, στο μυαλό που παράγει... Στο δέρμα το απαλό, στη μυρωδάτη σάρκα... Στην ουλή, στην πληγή... Σ

Στην Πλατεία Σολωμού – ένα βράδυ

Εικόνα
     Χθες βράδυ, με πλησίασε ένα τζάνκι, 18 με το ζόρι, σκέφτηκα. Παλικάρι καλότροπο το σύγκοψα κι είχε το βλέμμα του χαμένο, καλά κρυμμένο κάτω από την τρεμάμενη αγριάδα του. Μα εγώ το είδα, δε με ξεγέλασε. Νωχελικό το παλικάρι και νευρικό την ίδια ώρα. Σε ποια πραγματικότητα ζω;, σάμπως και ούρλιαζε με τη σιωπή του. Σ’ αυτήν ή σε κείνη την άλλη; Ντιπ για ντιπ χαμένο. Και θλιμμένο το παλικάρι μου, το φώναζε όλο το κορμί του. Δεν το φοβήθηκα – ο φόβος του ξεπερνούσε, καθώς φαίνεται, τον δικό μου. Νόμιζα πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει, λεφτά, φαΐ, τσιγάρο. Περίμενα να μου μιλήσει. Τίποτα. Λοιπόν;, το ρωτάω διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Λοιπόν τι;, μου απαντάει. Γιατί ήρθες και στάθηκες εδώ απέναντί μου; Θες βοήθεια; Δεν αισθάνεσαι καλά μήπως; Δε μου απαντάει. Μένει να με κοιτά ώρα καμπόση. Κι ύστερα, μη φοβάσαι, μου αποκρίνεται. Μια αγκαλιά… ήταν το ψέλλισμά του. Κι έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, ένα πράμα. Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα έκπληκτη. Κι έπειτα, δίχως δεύτερη σκέψη,

Γενέθλιος μήνας

Εικόνα
Γη που ξεσπάς σε μιαν ανελέητη ανθοφορία Ήλιε που είσαι ατόφια γενναιόδωρος Πλάσματα γενναία που εξέρχεστε της χειμερίας νάρκης Και πουλιά που δε σας φοβίζει το άπειρο Άνθρωπε φύλλο εσύ γιομάτο φλέβες άλικες Αίμα που ζωντανή την αντλία της μήτρας κρατάς Μάη επαναστάτη                          που γεννάς το ανέσπερο! Photo by Nicoletta Simonos

Νυχτερινό

Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Κι εγώ γελάω με την τύχη που μου έλαχε Που με χαιρέτησε βουβά μια κάποια νύχτα Μ' άφησε μες στο αίμα μου να πνίγομαι Κι ούτε που να μου πει μια καληνύχτα   Ήταν που έζησα για σένα και για μένανε Ήταν που έσβησα τα φώτα πριν με πάρει Κείνο το σύννεφο που πάντοτε μου έταζε Πως θα με πάει να γνωρίσω το φεγγάρι Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Μίλα μου, αγάπη μου, πώς να ακούσω τη σιωπή μου Φέρε μου,

Μοναχά η λέξη

Εισβολές εισβολές Όλεθρος όλεθρος Πόλεμος Παιδί νεκρό Όχλος μαινόμενος Κι άλλο παιδί νεκρό Κι άλλο παιδί Κι άλλο νεκρό Όχλος μαινόμενος Εισβολές εισβολές Όλεθρος όλεθρος Μαχαίρι φαρμάκι καρφί Ένδεια πείνα   Προπηλακισμοί Όχλος μαινόμενος Εκτοπισμός πρόσφυγες Βιασμοί Βόμβα ρουκέτα θάνατος Αί μα αν θρώ που ρουφηγμένο από άνθρωπο Κι όλο το μαύρο του ντουνιά δε φτάνει για να καλύψει την αχρηστία σου Κι όλο το άσπρο του ντουνιά δε φτάνει για να ξεπλύνει την ντροπή σου ρε συ άνθρωπε   Τα δέντρα τα πουλιά θυμώνουνε μαζί σου Νύχτες αφέγγαρες Μέρες ανήλιαγες πλέον Θυμώσανε μαζί σου ως και οι φωτοδότες μας Στο σκότος σου τώρα κοιμήσου τον ύπνο του δικαίου Στο σκότος σου τώρα θάψε βαθιά την επίπλαστη ευτυχία σου την ψεύτικη ζωή σου την υποκριτική ηθική και ηθικολογία σου Και κλάψε όπως γέλασε Ναι εσύ ρε συ άν θρω πε Καληνύχτα παιδί μου Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ Ν.

Καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό | José Martí

Εικόνα
José Martí (1853-1895) ΧΟΣΕ ΜΑΡΤΙ   ΚΑΛΛΙΕΡΓΩ ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΛΕΥΚΟ Καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό τον Ιούλη όπως και τον Γενάρη ο φίλος ο ειλικρινής για να το πάρει που μου τείνει το χέρι του τ' αληθινό. Και για κείνον τον σκληρό που μου ξεσκίζει την καρδιά με την οποία ζω, ούτε γαϊδουράγκαθα μήτε τσουκνίδες καλλιεργώ· καλλιεργώ ένα τριαντάφυλλο λευκό. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Αργά μες στη ζωή | Pierre Reverdy

Εικόνα
Pierre Reverdy (1889-1960) PIERRE REVERDY ΑΡΓΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ Είμαι σκληρός Είμαι τρυφερός Κι έχασα τον καιρό μου Να ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι Να κοιμάμαι περπατώντας Παντού απ’ όπου πέρασα Βρήκα την απουσία μου Δεν είμαι πουθενά Παρά μέσα στο τίποτα μονάχα Μα κουβαλώ κρυμμένο στο μέρος το ψηλότερο των σπλάχνων μου Στο μέρος όπου ο κεραυνός τόσο συχνά χτυπάει Μια καρδιά όπου η κάθε λέξη έχει αφήσει την πληγή της Κι απ’ το παραμικρό της σάλεμα στραγγίζει η ζωή μου. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Αλωνάκι της ποίησης

Το ρόδο το λευκό | Attilio Bertolucci

Εικόνα
Attilio Bertolucci (1911-2000) ATTILIO BERTOLUCCI ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΟ ΛΕΥΚΟ Για σένανέ θα κόψω το ύστατο ρόδο του κήπου, το ρόδο κείνο το λευκό που με την πρώτη ανθίζει την ομίχλη. Μέχρι χτες τις αδηφάγες μέλισσες μουσαφιραίες είχε, μα είν’ ακόμα τόσο γλυκό που να ριγεί σου κάνει την καρδία. Είν' το πορτρέτο σου στην ηλικία των τριάντα, αφηρημένη ελαφρώς, όπως θα είσαι τότε σε κείν' την ηλικία. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Main dans la main

Σου κρατάω το χέρι και ξέρω πως αν το αφήσω δεν θα πέσει. Το κρατάω όμως γιατί το θέλω εγώ. Διασχίζουμε main dans la main τη ζωή σα να 'ναι το σοκάκι που στις 3 τα ξημερώματα καθόλου συνετοί και νηφάλιοι                                    κατηφορίζουμε εγώ ξυπόλητη κι εσύ ξαναναμμένος.

Σ' αγαπώ πα να πει ηττήθηκα

η αγάπη αρχίζει με άλφα και τελειώνει με ήττα την ήττα του εγωισμού και μπορεί το σημαίνον να ολοκληρώνεται με ήττα για το σημαινόμενο, ωστόσο, τούτη η ήττα  δεν είναι άλλη από την αρχή: τη μεγαλύτερη νίκη μας - σ' αγαπώ πα να πει ηττήθηκα μεγάλο, σου λέω, σπουδαίο πράγμα.

Περί απολογισμού εν όψει του νέου έτους

Τέτοιες μέρες, όλοι διατείνονται ότι θα κάνουν τον απολογισμό της απερχόμενης χρονιάς. Κι εγώ νιώθω έξω από τα νερά μου, σαν να είμαι αλλόκοσμη ένα πράμα. Γιατί εμένα ούτε που μου περνά από το μυαλό. Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πρόκειται για μια λέξη που δε μου είναι συμπαθής. Δε μου λέει τίποτα, για την ακρίβεια. Όποιος θέλει να απολογηθεί, ας πάει στο δικαστήριο. Εκτός κι αν δικάζει ο ίδιος τον εαυτό του, γιατί μάλλον περί αυτού πρόκειται. Προσωπικά, δεν τα πάω καλά ούτε με τα δικαστήρια, τους υπολογισμούς, τους λογαριασμούς, τους αριθμούς - τα χρήματα. Αλλά, κι από την άλλη, δεν πιστεύω στο μοίρασμα του χρόνου. Αυτό είναι ανθρώπινη εφεύρεση. Ο χρόνος κυλά σαν το νερό, πετά σαν τον αέρα, σε ροή ενιαία και ακατάπαυστη. Κι εμείς, ο καθένας μας, έχουμε μια χρονική αρχή κι ένα χρονικό τέλος. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος πρέπει ντε και καλά να βάζει στόχους με τρόπο ψυχαναγκαστικό (όπως πρέπει και να σκέφτεται θετικά και άλλα του σειρμού lifestyle κόλπα) και να τους πραγ

Ώσπου μια μέρα

Είδα στον ύπνο μου πουλιά, κι εγώ πουλί μαζί τους πως πέταγα εκεί ψηλά, πάνω από γη και θάλασσα, μ’ αν και πουλί σκεφτόμουνα πως τη ζωή μου χάλασα. Στον ύπνο ίδιες σκέψεις με τον ξύπνιο, ίδια κι η αχλή τους…   …που κοσκινίζει τ’ άγουρο και δένει κόμπο τ’ ώριμο. Πώς πέρασαν τα χρόνια! Ο χρόνος είν’ αμείλικτος, έχει το πάνω χέρι, το ξέρει· και προχωρά αμίλητος. Άλλωστε τι να πει, το ξέρουμε καλά, το έργο είναι γνώριμο. Γεννιόμαστε και ζούμε σάμπως και τέλος δεν υπάρχει. Είμαστε άτρωτοι μες στην αφέλεια και το θράσος μας, κι είναι η αναβλητικότητα στα σίγουρα ο άσσος μας που αποδεικνύει πως η αθανασία τη ζωή μας άρχει. Ώσπου μια μέρα, σα θα’ χουμε τον βίο μας σχεδόν ξοδέψει, κι αρχίσει αργά να μας κτυπά την πόρτα η σοφία, όλα καθαρά θε να φανερωθούν, και δικαιολογία καμία. Τέτοια σπατάλη πώς! Ο χρόνος στο ταψί μάς έχει χορέψει. Και τότε κλαις τα χρόνια που χαθήκαν και πράματα που τώρα πια δε δύνανται να γίνουν. Ποτέ δεν σκέφτηκες πόσο πονάει η ζωή. Με κλάμα σ’ αυτήν ήρθαμε! Δε δέχτηκες πο

Δώρο Χριστουγέννων

Εικόνα
Κάποτε κάποιο βρέφος χόρταινε με την άχνα των ζώων του στάβλου. Αγαλλιαζόταν που 'νιωθε ζεστασιά, φροντίδα, θαλπωρή από ζώα κι από ανθρώπους. "Φυσικά και θα τους πάρουμε τα δώρα τους. Να μη νιώσουν τα παιδιά μας Χριστούγεννα;", ακούστηκε ο γονιός. Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς τον υλισμό. Και κάπως έτσι ξεκινά η πορεία προς της ουσίας την απαξίωση. Ανθρώπινα πράματα. Και το παιδί δε χάνει την παιδικότητά του. Μα το παιδί χάνει την αθωότητά του. Μια μπάλα, μια κούκλα, θέλω να δωρίσω στο παιδί εκείνο που θα την εκτιμήσει σαν θείο δώρο στη ζωή του και θα πάρει μια χαρά ίσαμε το σύμπαν όλο. Γιατί τούτο το παιδί να περάσει αναγκάστηκε με επιτυχία την πορεία του προς την ουσία των πραγμάτων. Σε ένα τέτοιο παιδί θέλω να προσφέρω φέτος τα Χριστούγεννα το δώρο μου. Μια κούκλα δικιά μου παλιά και πολύτιμη από τα παιδικάτα μου. A German bisque doll from around 1900

Προς μιαν αυγή νέα | Kofi Awoonor

Εικόνα
Kofi Awoonor (1935-2013) KOFI AWOONOR ΠΡΟΣ ΜΙΑΝ ΑΥΓΗ ΝΕΑ Κάποιες φορές, τη μοίρα στο φύλλο διαβάζουμε το πράσινο με τα δάχτυλα το λείο θωπεύουμε πολύτιμο ξύλο των πανάρχαιων δέντρων μας· κάποιες φορές, και το ηλιοβασίλεμα ακόμα σαστίζει, καθώς αναζητάμε τα νήματα που κινάν προς τα εμπρός τα σύννεφα, τον συνδυασμό εκείνο των χρωμάτων με τους πολλαπλούς σχεδιασμούς που ο εν αρχή καλλιτέχνης εναρμονίως συνταίριαξε Πήραν και πάλι να χορεύουν στους δρόμους οι γέλωτες οι παιδικοί αντηχούν μες στο σπίτι Στην ακροθαλασσιά, τα σύνωρα χαλάσματα από τις τελευταίες καταιγίδες τον πλούτο θυμίζουν των προγόνων λεηλατημένο υπεξαιρούμενο ενεχυριασμένο από κάποιον προπάππο απερίσκεπτο που σαν λόρδος ζούσε και τις επερχόμενες γενιές οδήγησε στην απόγνωση και τον αφανισμό * Μα ποιος λέει πως τελείωσε ο χρόνος μας πως ο φερετροποιός κι ο νεκροθάφτης είναι ήδη σε συνεννόηση ή πως οι ιεροκήρυκες πήραν να αερίζουν τα ράσα τους κι η χορωδία μαζί με τους τυμπανιστές αρχίνησαν τις πρόβες; Όχι· όπου ο σκώληκας τ

Ο Ποιητής τους πόνους μαζεύει και τα χαμόγελα | Alda Merini

Εικόνα
  Alda Merini (1931-2009) ALDA MERINI Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ ΜΑΖΕΥΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ Ο Ποιητής τους πόνους μαζεύει και τα χαμόγελα και τ’ ακουμπά μαζί μ’ όλες του τις μέρες σ’ ένα χέρι απλωμένο για να δίνει, σ’ ένα χέρι που συγχωρεί γιατί του Θεού βλέπει την καρδία. Μα η πόλη είναι θλιμμένη γιατί κανείς δε σκέφτεται πως τα άνθη του Ποιητή θάλλουν για να ζούνε περισσότερο μέσα στης χάριτος τους στενάχωρους δρόμους. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Ποίημα | Louis Calaferte

Εικόνα
Louis Calaferte (1928-1994) LOUIS CALAFERTE ΠΟΙΗΜΑ Μισήστε όποιον δεν ανήκει στη φυλή σας. Μισήστε όποιον δεν έχει την πίστη σας. Μισήστε όποιον δεν ανήκει στην ίδια με σας κοινωνική θέση. Μισήστε, μισήστε και μισητοί θα καταντήσετε. Του μίσους έπεται η σταυροφορία. Είτε θα σκοτώσετε είτε θα σκοτωθείτε. Όπως και να ’χει, θα ’στε εσείς του μίσους σας τα θύματα. Ο κανόνας έχει ως εξής: Δεν δύναται κανείς να ’ναι μονάχος του ευτυχής. Αν ο πλησίον σας δεν είναι ευτυχισμένος, ούτε κι εσείς θα είστε ευτυχείς, Αν ο πλησίον σας δεν έχει μέλλον, μέλλον δεν θα ’χετε ούτε κι εσείς, Αν ο πλησίον σας ζει μες στην πίκρα, μέσα στην πίκρα θα ζείτε κι εσείς, Αν ο πλησίον σας δεν αγαπιέται δεν θ’ αγαπιέστε ούτε κι εσείς. Ο κόσμος είμαστε όλοι εμείς, ή τίποτα. Aνέπαφη αφήνει την αιωνιότητα τού εγωισμού σας το καταφύγιο. Αν ο πλησίον σας δεν υπάρχει, δεν υπάρχετε ούτε κι εσείς. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Θράκα

Ένας κατιφές

     Ένας κατιφές φύτρωσε, μάλλον χθες, στο πουθενά. Αδέσποτος και άστεγος, μαγκούφης, ένας ερημίτης με το ζόρι είν’ ο μικρός μου ο κατιφές, ο σχεδόν αγέννητος. Ίσα που ξεπροβάλλει μέσα απ’ το χώμα ολόχαρος και όλο χάρη με δυο κλωναράκια τόσα δα, σαν ματάκια περίεργα και πονηρά πάνω απ’ την επιφάνεια της γης να κοιτάζουν· πάνω από τη γη ετούτη, την απύθμενη αγκάλη, που, αργά ή γρήγορα -σ’ αντίθετη γέννησης φορά-, όλα τελεσίδικα και ανεπιστρεπτί στα έγκατά της τα οδηγεί και τα αλέθει…      Ποιος άραγε να ξέρει από ποιανού τον κήπο έκλεψε τ’ αγέρι ή μια μέλισσα τον σπόρο του. Τον ταξίδεψε μες στους αιθέρες, πάνω από φυτά ολάνθιστα κι ανάμεσα σε σμήνη εντόμων, και τον έριξε εδώ χάμω… Κι εγώ είχα την τύχη να τον δω και να τον διακρίνω!      Την ίδια τύχη που είχε κι αυτός ο κατιφές μου ο θαρρετός να πέσει μέσα σε χώμα γόνιμο! Και να σου τώρα δυο φυλλαράκια, σαν κέρινης καρδιάς φύλλα ή χάρτινης βαρκούλας πρασινωπά πανιά, δειλά να ξεπροβάλλουν μες στης φύσης το οικείο και το άγνωστο μαζί.   

Αποκαθήλωση

Τις σφαίρες σας σκοτώστε Τα δίκαννά σας πνίχτε τα στον ποταμό Το μαχαίρι μπήξτε στη ματσίλα σας τη φονική Και πάτε τα παιδιά στην παιδική χαρά να παίξουν Δώστε το φιλί της ζωής στις γυναίκες Τα χέρια κάντε τα αγκαλιά, όχι θηλιά τα χέρια!   Το κεφάλι σας ανοίξτε Ναι, το κεφάλι σας Να ρίξω μέσα άνθη λεμονιάς, λίγο τριαντάφυλλο γλυκό και  το Μονόγραμμα του Ελύτη   Πότε θα καταλάβετε, λοιπόν πότε, λοιπόν, θα καταλάβετε πως δεν είστε θεοί πως δεν είστε θεοί αλλά τέρατα;

Το θάμα

Τα ψάρια με τα οποία γέμισε ο Κύριος -το θάμα Του ποιώντας- τα άδεια τα καλάθια των άτυχων ψαράδων εν τέλει δε φαγώθηκαν Ξέμειναν στη στεριά με τους αλαλαγμούς τους τους βουβούς στην βραγχιακή εγκλωβισμένους τη φαρέτρα να κουβαλάν' και κείνα σαν τον Κύριό τους στις πλάτες τον σταυρό τους σπαρταρώντας μα ζώντα: και τούτο είναι το θάμα.

Μελαγχολία Κυριακής

Μελαγχολία Κυριακής: η δύσπνοια το σφίξιμο στο στέρνο της βδομάδας Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου Και ασυννέφιαστη της μοιάζεις πάλι, Κυριακή με τα υγρά του σούρουπου ματόκλαδά σου Που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μου η καρδιά μου.