Αναρτήσεις

Μικρές χαρές μεγάλες

Κοιτάμε το ίδιο σημείο του ουρανού. Τα ίδια αστέρια κοιτάμε. Κι όταν από κει πάνω μου ψελλίζουν, "το πιο όμορφο απ' όλα τ' αστέρια είσαι εσύ", τ' ακούς κι εσύ κι ανθάκια γιασεμιά στα δαχτυλάκια τους σκορπάς κι εγώ τα μυρίζω.   Γιατί απόψε θα ονειρευτούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό, αφού είσαι εδώ κι ας μη σε γνωρίζω...

Σιωπή | Marianne Moore

Εικόνα
Marianne Moore (1887-1972)  Credit: Bettmann Archive/Bettmann ΜΑΡΙΑΝ ΜΟΥΡ ΣΙΩΠΗ Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει, «Οι ανώτεροι άνθρωποι δεν κάνουν επισκέψεις μακρόσυρτες, μήτε ανάγκη έχουν να τους πάν΄ άλλοι να δουν τον τάφο του Λονγκφέλοου και του Χάρβαρντ τα γυάλινα άνθη. Αυτοδύναμοι όπως η γάτα -- που κάθεται παράμερα, τη λεία της μονάχη για να φάει, του ποντικού η μαλακή ουρά να κρέμεται απ΄ το στόμα της σαν παπουτσιού κορδόνι -- είναι φορές που τη μοναχικότητα απολαμβάνουν, και τον λόγο να τους στερήσει μπορεί ένας λόγος άλλος που γοητευμένους τους έχει αφήσει. Το πιο βαθύ συναίσθημα φανερώνεται πάντα στη σιωπή· όχι στη σιωπή, μα στη συγκράτηση». Μήτε υπήρξε ανειλικρινής όταν έλεγε: «Κάνε το σπίτι μου πανδοχείο σου». Τα πανδοχεία δεν είν' οικίες. Observations , 1924 Μετάφραση-Επίμετρο: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Θράκα   Επίμετρο: Η Μάριαν Μουρ (Marianne Moore, Κέρκγουντ, Μιζούρι 1887 – Νέα Υόρκη 1972) υπήρξε Αμερικανίδα ποιήτρια, εκ των σημαντικότερων γυναικείων ποιη

Δάκρυα βρέχει στην καρδιά μου | Paul Verlaine

Εικόνα
Paul Verlaine (1844 - 1896) by Willem Witsen, 1892  (Source: Rijksmuseum) PAUL VERLAINE ΔΑΚΡΥΑ ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Δάκρυα βρέχει στην καρδιά μου Καθώς βρέχει μες στην πόλη· Σαν τι μαράζι, Παναγιά μου, Να πλακώνει την καρδιά μου; Ω, γλυκέ ήχε της βροχής Στις στέγες και στο χώμα! Για την ανία μιας ψυχής, Ω, το τραγούδι της βροχής! Δάκρυα βρέχει δίχως αιτία Μες στην καρδιά που καταρρέει. Τι! δεν υπάρχει προδοσία;… Τούτο το πένθος δεν έχει αιτία. Κι είναι, αλήθεια, η χειρότερη θλίψη Να μην ξέρω το γιατί Δίχως αγάπες και δίχως μίση Να 'χει η καρδιά μου τόση θλίψη! Επίμετρο: Το ανωτέρω ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή   Romances sans paroles   (1874). Είναι το τρίτο ποίημα τής πρώτης ενότητάς της που φέρει τον τίτλο  Ariettes oubli é es .   Η εν λόγω συλλογή ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο που ο ποιητής βρισκόταν στο Λονδίνο μαζί με τον σύντροφό του, Αρθούρο Ρεμπώ. Ωστόσο, δεν εκδόθηκε παρά μόνο κατά τη διάρκεια του διετούς εγκλεισμού του στις φυλακές της Μονς, μετά και την καταδ

Με απαλή πατημασιά

Των ανθρώπων οι αγάπες γεννιούνται μέσα σε κάστρα απλησίαστα μέσα σε σπήλαια αδηφάγων κοχυλιών μέσα σε αλαζονείας εκλάμψεις μέσα στη μετάνοια προσευχών Της ψυχής του τα όρια πώς να τ' αγγίξω Τα 'χω δέσει βραχιολάκι στον καρπό Ψηφίζω εσένα χωρίς εσένα Ζωή που είσαι ψέμα αλλά τόσο μα τόσο αληθινό. Λύσε τα κορδόνια σου, αγόρι Γυμνός έλα περπάτησε επάνω στην καρδιά Το πέλμα σου να νιώσω με πόση βιά το χώμα μου πατά Απαλά περπάτα απαλά. Αλλιώς χαρταετό θα σε πετάξω να φτάσεις εκεί πάνω στ' άπιαστο σε κείνο τον πριγκιπάκο τον μικρό -που 'ναι τεράστιος- την αλήθεια να σου μάθει μια ολιά Και η καρδιά  εδώ να περιμένει, αγόρι να τη διασχίσεις με απαλή πατημασιά το μάθημά σου αν έχεις μάθει μοναχά. Αν όμως όχι, τότε το χώμα μου, αγόρι, ξέχασέ το. Ψάξε αλλού για χώματα σκληρά.

Ο δειλός και η ιστορία του

"Amor, un día… Amor, un día yo… No, déjame Una lágrima y un recuerdo Te ofrezco Y me voy No puedo mirar en tus ojos No puedo mirar en tus ojos Tesoro mio" «Ο φυγάς!», φώναξαν χθες οι διπλανοί στο καφενείο μα δεν τους κοίταξα. Ποιος να το πει μπορεί με σιγουριά πως εμένα εννοούσαν; «Ο φυγάς!», ξαναφώναξαν. «Ένας μορφονιός απ’ την Ανδαλουσία», έλεγαν ξανά και ξανά ταΐζοντας ακόρεστα την περιέργειά τους. Στο ποτάμι καταμεσής δύο βουνών λίγο έξω απ’ τη Σεβίλλη, έκαναν έρωτα γυμνοί μες στο νερό και κρέμονταν ο ένας απ’ τον άλλο σαν ένα σώμα δίχως βάρος. Κι ήταν μονάχα ό,τι ένιωθε η ψυχή τους σάμπως. Ήτανε μόνοι, η Κάρμεν κι εκείνος. Άγνωστοι ίσαμε τότε. Μήτε ονόματα, τόποι και ημερομηνίες.  Την ένωση ολοκληρώνοντας κι εκβαίνοντας, ωστόσο, από τον ποταμό ήταν ο κόσμος όλος ήταν, κάτω από τον έναστρο ουρανό τον καλοκαιρινό της Ανδαλουσίας, κάτω από των λιόδεντρων τις φυλλωσιές τις χρυσοπράσινες κι ανάμεσα στα θροΐσματα των θάμνων της λεβάντας από τον βραδινό βοριά που απαλά τους χάι

Περί έρωτος

Ονείρατα θεριασμένα καβαλάνε πλάτες αναστεναζώντων. Αλογίζουν γρανάζια παλμών, καθώς τίκτουν ηδονές οργασμών οι ανταριασμένες βαθύκολπες των αναβλεμμάτων σιωπές μας. Έλα και κάρφωσε το φεγγάρι και τ’ αστέρια σου τα παλλόμενα στα άλικα ρόδα τα φλογίζοντα του κόρφου μου. Τις πλημμυρίδες σου αποσφράγισε και μη σκιαχτείς το ατελεύτητο του έρωτα.                                                                   Είναι η μόνη κατάργηση του θανάτου. Νικολέττα Σίμωνος Συμμετοχή στο "Ανθολόγιο ΙΙ: Φωτοσκιάσεις" της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης 

Η μυστική θάλασσα | Jules Supervielle

Εικόνα
Jules Supervielle (1884-1960) JULES SUPERVIELLE Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Όταν κανείς δεν την κοιτάει, H θάλασσα παύει να είναι θάλασσα, Eίν’ αυτό που είμαστ’ εμείς Όταν κανένας δε μας βλέπει. Γεννάει αλλιώτικα ψάρια, Σηκώνει αλλιώτικα κύματα. Θάλασσα είναι μονάχα για τη θάλασσα Και για όσους την ονειρεύονται Όπως εγώ τούτη την ώρα.                                    Από τη συλλογή La Fable du Monde Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Τον γιο που δεν έχω

Εικόνα
Μιχαήλ Σίμωνος (1946-2018), (c) Nicoletta Simonos ΤΟΝ ΓΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ Μιχαήλ Άγγελο Θα τον ονόμαζα Τα γαλαζοπράσινα μάτια Σπίθες ενός ηρωισμού Ατόφιου που δε γύρεψε τις δόξες Σαν τους άλλους  Που δε γύρεψε τις δόξες σαν τους άλλους Τις ρηχές Γιατί οι δόξες Οι ατόφιες γύρεψαν αυτόν Σιωπηλά χωρίς φανφάρες Όπως αξίζει στους ήρωες τους αληθινούς

Πλησιάστε στην άκρη | Christopher Logue

Εικόνα
English poet Christopher Logue (1926-2011) Photo by Michael Ward/Getty Images CHRISTOPHER LOGUE ΠΛΗΣΙΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ Πλησιάστε στην άκρη. Θα γκρεμιστούμε. Πλησιάστε στην άκρη. Είναι πολύ ψηλά! ΠΛΗΣΙΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ! Και πλησίασαν, Και έσπρωξε, Και πέταξαν. Μετάφραση: Νικολέττα M. Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Θράκα

Πάντοτε πίστευα | Inger Christensen

Εικόνα
Inger Christensen (1935-2009) Πάντοτε πίστευα πως πραγματικότητα ήταν αυτό το κάτι που γινόμασταν όταν μεγαλώναμε. Στην πλατεία στέκει η Φάτα Μοργκάνα με πρόσωπο κουρασμένο, φωνάζοντας: πρωινές εφημερίδες – πρωινές εφημερίδες. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Τούτο το πρωί προσεύχομαι για τους εχθρούς μου | Joy Harjo

Εικόνα
Και ποιον αποκαλώ εχθρό; Ένας εχθρός πρέπει ν’ αξίζει τον χαρακτηρισμό του. Γυρνάω προς την κατεύθυνση του ήλιου και συνεχίζω να περπατώ. Είν’ η καρδιά μου που ρωτάει, όχι το έξαλλο μυαλό. Κι η καρδιά είν’ η μικρότερη ξαδέλφη του ήλιου. Τα πάντα βλέπει και τα πάντα γνωρίζει η καρδιά. Ακούει το θυμωμένο τρίξιμο των δοντιών ακόμα κι όταν αφουγκράζεται την ευλογία. Η πύλη του μυαλού θα ’πρεπε ν’ ανοίγει μονάχα μέσα απ’ την καρδιά. Ένας εχθρός που εισχωρεί, κινδυνεύει να γίνει φίλος.                               Από τη συλλογή  Conflict Resolution for Holy Beings: Poems  (2015) Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Ουσιωδώς ταυτιζόμενοι

Γκρίζος παραμένει ο δρόμος κάτω απ’ τον γλαυκόχρωμο θόλο. Η θάλασσα, όμως ταυτίζεται πάντα με σένα, ουρανέ.

Μασκαράτα

Τα όπλα δε σε ξεγελούν: σε σκοτώνουν. Τα φιλιά, όμως; Ξε γε λούν  κι  αυ τόν  α κό μα  τον  ποι η τή - κι αυτόν ακόμα Μ' αγαπούν ή μήπως θα με προδώσουν                                                             οι άν-θρω-ποι; Ετοιμάζουν τον σταυρό                                                              οι ά-τι-μοι.

Χιονισμένο παντούμ

Χιόνι απαλό πώς πέφτει κι απόψε στέγες σκεπάζει και ποταμούς κι ένα σπουργίτι φωνάζει γλιτώστε εμέ απ’ ανθρώπους ποταπούς. Στέγες σκεπάζει και ποταμούς τα φυλλοκάρδια καθώς παγώνει εμέ απ’ ανθρώπους ποταπούς μάλλον κανείς δεν με γλιτώνει. Τα φυλλοκάρδια καθώς παγώνει τα κρίνα γέρνουν και με φιλούν μάλλον κανείς δεν με γλιτώνει και τα κρίνα ακόμα το διαλαλούν. Τα κρίνα γέρνουν και με φιλούν μα δεν δακρύζουν μόνο γελάνε και τα κρίνα ακόμα το διαλαλούν ναι τα σπουργίτια αγάπη ζητάνε. Μα δεν δακρύζουν μόνο γελάνε είναι το γέλιο τους σαν το νερό ναι τα σπουργίτια αγάπη ζητάνε ένα σπουργίτι είμαι κι εγώ. Είναι το γέλιο τους σαν το νερό κρίνα διψώ και σε μένα δώστε ένα σπουργίτι είμαι κι εγώ χιόνι απαλό πώς πέφτει κι απόψε...                        Ν.Σ             

Αγκαλιά

Εικόνα
Marcello Mastroianni (1924-1996) Η αγκαλιά σου του κορμιού μου είχε ανέκαθεν το σχήμα. Μόνον εγώ μέσα σ’ αυτήν ιδανικά χωράω. Περίμενες καιρό πολύ αλήθεια έως το σώμα που της ταίριαζε εν τέλει ν’ απαντήσεις. Εγώ, βλέπεις τότε δεν σ’ ήξερα για να σε αγαπάω. Κι ούτε εσύ τότε με ήξερες για να με αγαπήσεις. Εντούτοις με περίμενες. Μα να που  η υπομονή που έκανες τώρα σε ανταμείβει. Και την αγκαλιά σου την κενή με μένα στη γεμίζει. Με το σώμα εκείνο που η δικιά σου η αγκαλιά μια ζωή ολάκερη περίμενε εντός της να εγκλείσει. Αλλά κι εγώ σε καμιά αγκαλιά δεν ταίριαζα απ’ όσες με δεχτήκαν. Άλλες ασφυκτικά με έπνιγαν. Κι άλλες –έστω και μερικώς– ακάλυπτη μ’ αφήναν. Γιατί η αγκαλιά σου που του κορμιού μου είχε ανέκαθεν το σχήμα             πάντα εμέ περίμενε. Από το Ανθολόγιο ΣυνΠοιείν, Τόμος ΙΙ (2014)

Ωδή στο φθινόπωρο | Mary Oliver

Εικόνα
Mary Oliver (1935-2019) MARY OLIVER ΩΔΗ ΣΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Στα βάθη του φθινοπώρου δε σου περνάει απ’ το μυαλό πως τα φύλλα θ’ αναρωτιούνται πόσο άνετα θα ’ναι ν’ ακουμπούν τη γη παρά την κενότητα του αγέρα και τις απανωτές επελάσεις του ανέμου; Και δε νομίζεις πως κι αυτά τα δέντρα ακόμα, κυρίως εκείνα με τις βρυώδεις, χουχουλιάρικες σπηλιές, αρχίζουν να ’χουν έγνοια των πουλιών που θα ’ρθουν –σ’ εξάδες, δωδεκάδες– στρώμα να βρουν στα σώματά τους μέσα; Και δεν ακούς τη χρυσόβεργα που ψιθυρίζει αντίο, το αιώνιο πλάσμα εστεμμένο με τις πρώτες τούφες του χιονιού; Η λιμνούλα έχει χαθεί, και το κατάλευκο πεδίο όπου γλιστρά η αλεπού τόσο γοργά αποκαλύπτει τις γαλαζόχρωμες σκιές της. Κι ο άνεμος εξαπολύει το ουρλιαχτό του. Και το βραδάκι ειδικά, ο σωρός απ’ τα καυσόξυλα πιάνει λίγο-λίγο να προχωρά, αδημονώντας να φτάσει στον προορισμό του. Από τη συλλογή Devotions (2017) Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Το Κόσκινο

Να παραμείνεις άνθρωπος!

Μα δεν υπάρχουν δράκοι, μικρό μου αγόρι. Ναι, δεν υπάρχουν δράκοι, κοριτσάκι μου. Δεν το γνωρίζετε ακόμα πως σας παραμυθιάζουμε. Δράκος, παιδιά μου, γίνεται μονάχα ο άνθρωπος. Θεριό ανελέητο κι ανήμερο. Κάποτε θα το μάθετε κι αυτό. Μα ούτε στιγμή μην λογιστείτε να του μοιάσετε. Και ας σας λένε πως μονάχα αν του μοιάσεις θα επιβιώσεις σε τούτη τη ζωή. Πως μόνο αν γίνεις δράκος και εσύ. Ε, όχι. Εσείς να γίνετε η αλλαγή, με όποιο κόστος. Τούτο σημαίνει να 'χεις αξίες στη ζωή.

Τα τιμαλφή της σάρκας σου

Φόρεσες κοσμήματα και άλλα τιμαλφή μα τ’ άστρα ζήλεψαν το δέρμα σου το γαλατένιο κι εκείνη την εκ γενετής περιουσία σου σχεδόν σαν κεντητή κάτι ελίτσες γύρω από το λαιμό τον αφαλό και τις θηλές σου κάπου στα δαχτυλάκια των ποδιών στους ώμους σου στην πλάτη λίγο πάνω απ' τους γλουτούς κι ανάμεσα στις γάμπες στο δέρμα σου εκεί το τρυφερένιο Κι εγώ θαμπώθηκα, τ’ ομολογώ κι άρχισε το μυαλό τις βόλτες και τις διαδρομές στο σώμα σου απάνω με βλέμμα γλώσσα δάχτυλα κι αναπνοές Κι εσύ, με μια χαρά, κοιτώντας με να χάσκω ήμουνα σίγουρη, μου λες, πως θα σου άρεσε το στόλισμά μου για σε, βλέπεις, τα φόρεσα, αγόρι μου γλυκό να σε εντυπωσιάσω Κι εγώ μειδίασα κι ύστερα κι ύστερα κράτησα ό,τι άλλο ήθελα να πω για μένα.

Άρωμα πορτοκάλι

Δυο φιλιά ρουφηχτά κι ύστερα γεια, εσύ στο αστρικό παλάτι σου κι εγώ στην καλύβα μου στο δάσος, με το τζάκι και τις κατάλευκες φλοκάτες μου. Ο ορφανός είναι για όλα ξένος, είπε ο ποιητής που το ’ζησε στο πετσί του μα το χαμόγελό του είναι από όλα το πιο γλυκό γιατί πολύ τον πόνο εγνώρισε. Στρώνω τους αγγέλους μου πάνω τους να ξαποστάσεις, είπα. Εγώ είπα, αλλά εσύ με άκουσες; Σ’ αρέσει, λες, να πηδάς μες στα λασπόνερα σαν τα μαθητούδια στο δρόμο για το σπίτι μια μέρα φθινοπώρου. Το κάναμε κι εμείς κάποτε, θυμάσαι; Μα εγώ πιότερο αγαπούσα το πελώριο πορτοκαλόφυλλο που ‘βαζα ν’ αρμενίζει μες στη λιμνούλα τη μικρή, κι ήτανε σάμπως και πορτοκάλι ευωδίαζε το βρώμικο νερό της. Εγώ πηδούσα μεμιάς μέσα στη βάρκα μου κι εσύ, από το αστρικό παλάτι σου, μου φώναζες με νεύρο να πάψω το παιγνίδι και να φύγω. "Δε θέλω να βλέπω πως ζεις τη ζωή γιατί έτσι αντιλαμβάνομαι ότι εγώ έχω ήδη πεθάνει", μου ‘λεγες. Κι ήμασταν μικρά παιδιά. Το ίδιο μου φώναξες και σήμερα, όταν ανέβηκα κι έπιασα να χορ

Μυστικά | Viggo Mortensen

Εικόνα
  VIGGO MORTENSEN ΜΥΣΤΙΚΑ  Οι ωκεανοί παίρνουν μαζί τα μυστικά μας  όλα όσα δεν θέλουμε πια να βλέπουμε ή να μυρίζουμε.  Νιώθουμε ανώνυμοι  νιώθουμε καθαροί  όταν το παρελθόν απεκδυθούμε.  Θα ξεπλυθεί, νομίζουμε.  Θα βουλιάξει  θα απομακρυνθεί απ’ την ακτή.  Θα γίνει άφαντο.  Ίσως τα ψάρια χορτάσουν με τα λόγια μας  ίσως οι χαμένοι κι ανεκπλήρωτοι έρωτες  γίνουνε λίπασμα για τα χνουδωτά πρασινωπά πλάσματα του βυθού. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Στη θάλασσα του Νικολά

Εικόνα
Marine, Antibes (1955),  Nicolas de Staël  (French/Russian, 1914–1955) Η υποψία της χολής μαυρίζει χώματα και τρώει. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι είσαι τα πάντα με το γέλιο της ψυχής σου. Σου το ΄χουν κλέψει για, μα κάτι τύποι σα κι εμέ το βλέπουν στη μορφή σου. Έλα να σε φιλέψω, βρε γιαβρί, να φάμε κι άσπρο πάτο δεκαράκι. Τσιγάρο άφιλτρο τα ξημερώματα εσύ και κάτι ξίδια σου για να ξεχάσεις. Κι εγώ με ζάναξ, να νομίζω πως κοιμάμαι κι όλα ντάξει στη ζωή. Μη μου χτενίζεις τα μαλλιά, γλυκό μου, να χαρείς. Τα δάχτυλά σου μπλέξε μέσα κει και κάνε μασαζάκι. Κι εγώ στον τοίχο απέναντι τον μπλε του Νικολά ντε Σταλ θα ζωγραφίσω κύματα λευκά. Έλα να πιάσουμε μαζί να ρίχνουμε μες στο νερό τα βοτσαλάκια. Μα το θεό, πόσο ωραία τα περνάμε στο σαλόνι. Να 'ρχεσαι, βρε γιαβρί. Κάποια άλλη μέρα στη θάλασσα του Νικολά να κολυμπήσουμε όπως μας γέννησε η μάνα μας παρέα. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι όμως τα πάντα είσαι με το γέλιο της ψυχής σου. Α' δημοσίευση:  Μονόκλ

Καιόμενη βάτος

Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για πρωϊνά με καφέ και βουτήματα Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για έρωτες που στον αφρό απάνω του κύματος θάλλουν για ηλιοβασιλέματα αγκαλιά για τo καθηλωτικό βιβλίο που μόλις διάβασα για τους πανσέδες π’ ανθίζουν στο μπαλκόνι για τα φύλλα που ανοίγουν της καρδιάς για τα γινωμένα σύκα και το ζεστό ψωμί το πουπουλένιο πάπλωμα το ζουμερό φιλί σου Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για όλα τούτα Συνήθισε η πένα να μαζεύει τα κομμάτια από την άσφαλτο τη διαμελισμένη σάρκα από το βομβαρδισμένο τοπίο το αίμα που από τους πόρους ξεχειλίζει του ασθενή Να πίνει βρώμικο νερό Να πνίγεται στη θάλασσα είτε μονάχα με μια τόση δα γουλιά του Πεινά η πένα μου πεινά και δεν έχει να φάει Κι άλλοτε και του πουλιού έχει το γάλα μα δεν μπορεί μήτε το σάλιο της να καταπιεί Κι όταν έχει φωνή δεν έχει τίποτα να πει Κι άλλοτε έχει τόσα και τόσα να σας πει μα ούτε κιχ δεν δύναται να βγάλει                                                      – η πένα μου! Η πέ

Le vent nous portera

Μπλέκονται τα χέρια μας τα δάχτυλά μας  μπλέκονται τα βλέμματά μας  της καρδιάς μας οι παλμοί  σ' αγαπώ σ' αγαπάς κι εσύ  μ' αγαπάς μ' αγαπώ κι εγώ  του Μοντρεάλ ο ουρανός αδειάζει από σύννεφα  κενός  κι εμείς στις κούνιες σαν παιδιά  μια δυο  ξανά μια δυο  και ωπ  πού πάμε ωπ  ψηλά ψηλά στον ουρανό...! Ημερολόγιο | 09.05.20

Στον Πατέρα μου

Εικόνα
Μιχαήλ Σίμωνος (1946-2018), (c) Nicoletta Simonos Στον Πατέρα μου Τον Φύλακα Αρχ-Άγγελό μου, τον Ήρωά μου  Τη Γαλανόμορφη Αγάπη μου Ήταν απομεσήμερο. Ο ήλιος έλαμπε. Ζέσταινε με το φως του το καταγάλανο κρυστάλλινο νερό. Βουτήξαμε μαζί με τον πατέρα, όπως το συνηθίζαμε τα καλοκαίρια. Ξεκίνησε μεμιάς για τα βαθιά καθώς δεινός κολυμβητής ο πατέρας μου κι εγώ ξοπίσω τον ακολουθούσα. Όσο τον πλησίαζα τόσο εκείνος απομακρυνόταν. Κι όλο και πιο βαθιά. Λαχάνιασα. Περίμενε, του φώναξα ασθενικά. Περίμενε, μπαμπά, τρέχεις και δε σε φτάνω. Εσύ να περιμένεις, κόρη μου. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα. Άσε πρώτα να στρώσω το σώμα μου με ροδοπέταλα, να φροντίσω τα ρόδα μας ν' ανθίσουν, να 'ρχονται τα πουλιά να κελαηδούν πάνω στα χείλη μου, το σώμα μου για σε παράδεισο να κάνω, εκεί να ζήσεις το αέναο παρόν της ύπαρξής σου. Να δεις που τότε θα με φτάσεις, κόρη μου, σαν έρθει εκείνη η ώρα. Θα σ' ανεβάσω στις πλάτες μου και φύγαμε. Εκεί δε θα πονάμε, δε θα ματώνουμε, θα ζούμε έτσι όπως ονειρευόμασ

Το λάμα | Ρομπέρ Ντεσνός

Εικόνα
Robert Desnos (1900-1945) Λάμα, υιός λάμα Και πατήρ λάμα, Ξαδέρφι του αλπακά, Αδέρφι του βικούνια, Αδέρφι του γουανάκου Σε κάθε του καθήκοντος σάλτο Ν’ ακούει πρέπει τους αχούς: κουδούνια Προς αποφυγή του λυκανθρώπου που κει Στο δικό του ζει κλίμα: Στο Περού κατοικεί Πρωτεύουσα Λίμα. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Δεκαπενταύγουστος

Ήρθε και κάθισε στα πόδια μου ολόλαμπρη η αυγή Την πήρα αγκαλιά σφιχτά Δεν ήταν άλλη από την Παναγία!

Cigarettes after sex

Μην αφαιρέσεις τίποτα, μου είπε. Είσαι τόσο διάφανη που μόνο με τα ρούχα σου μπορώ να σε κοιτάω δίχως να τυφλώνομαι.

Ένα φιλί στο μέτωπο | Μαρίνα Τσβετάγιεβα

Εικόνα
Marina Tsvetaeva (1892-1941) ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ Ένα φιλί στο μέτωπο - διώχνει την ανησυχία. Σου φιλώ το μέτωπο. Ένα φιλί στα μάτια - απομακρύνει την αγρύπνια. Σου φιλώ τα μάτια. Ένα φιλί στα χείλη - νερό που τη δίψα σβήνει. Σου φιλώ τα χείλη. Ένα φιλί στο μέτωπο - διαγράφει τη μνήμη. Σου φιλώ το μέτωπο. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Rêve d'Egypte

Πήρα και την Κολέτ μαζί μου, σ’ εκείνο το ταξίδι στη Λα Λίνεα δε λα Κονθεπθιόν. Ήπιαμε τα ποτά μας σ’ ένα καταγώγιο στο κέντρο της πόλης, χορέψαμε τρελά, φλερτάραμε ασύστολα μπορώ να πω. Αλλά υποσχεθήκαμε το είναι μας σ’ εκείνο τον ένα, ίσως και στον κανένα. Παράξενη που είναι η ζωή. Σ’ αγάπησα για κείνο το στράβωμα το ελαφρύ στων χειλιών σου το μέρος το δεξί καθώς χαμογελάς. Μάλλον τούτο είναι που λέω όταν με ρωτούν γιατί σε αγαπώ – αν είναι δυνατόν να ρωτά κανείς τον άλλον κάτι τέτοιο. Αφού ο λόγος είν΄ άπιαστος που σ’ αγαπώ. Άμα δεν ήτανε, δεν θα σε αγαπούσα – στο υπογράφω. Κι όταν θα έρθω να σε βρω στο Ινβερνές, σ΄ εκείνο το παλιό ξενοδοχείο, μη μου χαρίσεις τριαντάφυλλα. Έχε μονάχα έτοιμα σεντόνια στο κρεβάτι σου. Τα θέλω να μυρίζουνε σαμπάνια. Μη με ρωτάς, λοιπόν, τι κράτησα από τα λόγια της, αγόρι μου. Όλα, θα σου 'λεγα, ή πάλι τούτο μονάχα: - Chérie, θα κάνεις που θα κάνεις κουταμάρες στη ζωή... ε, καν’ τες τουλάχιστον με κάποιον ενθουσιασμό, d'accord? - Μα ναι, Κολέτ!

Η τραγωδία του τίποτα και του καθόλου

Θα ’θελα να διατάξω τις λεγεώνες να κραυγάσουν τ’ όνομά σου σ’ ολάκερο το Βόρειο Σέλας Να μαντέψω το μωβ μες στον αχάτη που κοιμάται κάτω από τα σφαλιστά σου βλέφαρα Τη ρωγμή στο ψυχορράγισμά σου Κι από κει να περάσω για να μπω στο άχραντο σώμα σου Φως που σε κάθε μου ανάσα σ’ έψαχνα Που σε κάθε πετάρισμα του βλεφάρου μου σ’ αδημονούσα Φως που σ’ έψαχνα και σε εκλιπαρούσα Και που μόνο αφότου την ψυχή μου παρέδωσα μπόρεσα να σε βρω Κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί στον δρόμο μου σ’ έσπρωξαν οι φαύλοι κύκλοι του ονείρου Στράτες δίχως αντάμωμα Βίοι παράλληλοι σε ένα σύμπαν πετρωμένο κι άνυδρο Σε μια λιθόστρωτη πλατεία γεμάτη φτύματα κι αναλγησία Κι αν αγάπη σε ονοματίσω «Οι αγάπες δεν λακίζουν», μου ’χες πει ρίχνοντας το σακάκι σου στον ώμο «Είναι σαν τους ήλιους που για να μπορούν να ζήσουν καίγονται σαν ολοκαύτωμα» Ε, Αγάπη, σ’ εσέ φωνάζω: Ξέρεις για την αγάπη πόσοι και πόσοι εκπορνεύονται;