Στον Πατέρα μου
Στον Πατέρα μου
Τον Φύλακα Αρχ-Άγγελό μου, τον Ήρωά μου
Τη Γαλανόμορφη Αγάπη μου
Ήταν απομεσήμερο. Ο ήλιος
έλαμπε.
Ζέσταινε με το φως του
το καταγάλανο κρυστάλλινο
νερό. Βουτήξαμε
μαζί με τον πατέρα, όπως
το συνηθίζαμε τα καλοκαίρια.
Ξεκίνησε μεμιάς για τα βαθιά καθώς
δεινός κολυμβητής
ο πατέρας μου
κι εγώ ξοπίσω τον ακολουθούσα.
Όσο τον πλησίαζα
τόσο εκείνος απομακρυνόταν. Κι όλο και πιο βαθιά. Λαχάνιασα. Περίμενε,
του φώναξα ασθενικά. Περίμενε, μπαμπά,
τρέχεις και δε σε φτάνω.
Εσύ να περιμένεις, κόρη μου. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα.
Άσε πρώτα να στρώσω το σώμα μου με ροδοπέταλα,
να φροντίσω τα ρόδα μας ν' ανθίσουν,
να 'ρχονται τα πουλιά να κελαηδούν πάνω στα χείλη μου,
το σώμα μου για σε παράδεισο να κάνω, εκεί
να ζήσεις το αέναο παρόν της ύπαρξής σου.
Να δεις που τότε θα με φτάσεις, κόρη μου, σαν έρθει
εκείνη η ώρα. Θα σ' ανεβάσω στις πλάτες μου και φύγαμε. Εκεί δε θα πονάμε,
δε θα ματώνουμε, θα ζούμε έτσι όπως ονειρευόμασταν πάντα. Μες στην ατόφια
κι ανεξάντλητη αγάπη.
Εσύ το φεγγάρι κι εγώ το αστέρι σου. Να με φωτίζεις εσύ κι εγώ να σε καμαρώνω.
Άντε, ξύπνα τώρα, κόρη μου ακριβή μου.
Και φίλα μου τη μάνα σου. Και κοίτα,
το φιλί που θα της δώσεις να είναι καυτό και κατακόκκινο. Από το αίμα μου βγαλμένο.
Να ξέρει πως για κείνη είμαι ζωντανός και θα την περιμένω. Όταν έρθει η ώρα, κόρη μου. Όχι νωρίτερα. Μόνον τότε. Τώρα τη θέλω, στο κατόπι μου, εκεί
στη θέση μου να σε φυλάει. Αγάπη μου χρυσή και όμορφη, φως των ματιών μου...
Ήταν απομεσήμερο. Ο ήλιος
έλαμπε.
Ζέσταινε με το φως του
το καταγάλανο κρυστάλλινο
νερό. Βουτήξαμε
μαζί με τον πατέρα, όπως
το συνηθίζαμε τα καλοκαίρια.
Ξεκίνησε μεμιάς για τα βαθιά καθώς
δεινός κολυμβητής
ο πατέρας μου
κι εγώ ξοπίσω τον ακολουθούσα.
Όσο τον πλησίαζα
τόσο εκείνος απομακρυνόταν. Κι όλο και πιο βαθιά. Λαχάνιασα. Περίμενε,
του φώναξα ασθενικά. Περίμενε, μπαμπά,
τρέχεις και δε σε φτάνω.
Εσύ να περιμένεις, κόρη μου. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα.
Άσε πρώτα να στρώσω το σώμα μου με ροδοπέταλα,
να φροντίσω τα ρόδα μας ν' ανθίσουν,
να 'ρχονται τα πουλιά να κελαηδούν πάνω στα χείλη μου,
το σώμα μου για σε παράδεισο να κάνω, εκεί
να ζήσεις το αέναο παρόν της ύπαρξής σου.
Να δεις που τότε θα με φτάσεις, κόρη μου, σαν έρθει
εκείνη η ώρα. Θα σ' ανεβάσω στις πλάτες μου και φύγαμε. Εκεί δε θα πονάμε,
δε θα ματώνουμε, θα ζούμε έτσι όπως ονειρευόμασταν πάντα. Μες στην ατόφια
κι ανεξάντλητη αγάπη.
Εσύ το φεγγάρι κι εγώ το αστέρι σου. Να με φωτίζεις εσύ κι εγώ να σε καμαρώνω.
Άντε, ξύπνα τώρα, κόρη μου ακριβή μου.
Και φίλα μου τη μάνα σου. Και κοίτα,
το φιλί που θα της δώσεις να είναι καυτό και κατακόκκινο. Από το αίμα μου βγαλμένο.
Να ξέρει πως για κείνη είμαι ζωντανός και θα την περιμένω. Όταν έρθει η ώρα, κόρη μου. Όχι νωρίτερα. Μόνον τότε. Τώρα τη θέλω, στο κατόπι μου, εκεί
στη θέση μου να σε φυλάει. Αγάπη μου χρυσή και όμορφη, φως των ματιών μου...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου