Η τραγωδία του τίποτα και του καθόλου
Θα ’θελα να διατάξω τις λεγεώνες να κραυγάσουν τ’ όνομά σου
σ’ ολάκερο το Βόρειο Σέλας
Να μαντέψω το μωβ μες στον αχάτη που κοιμάται κάτω
από τα σφαλιστά σου βλέφαρα
Τη ρωγμή στο ψυχορράγισμά σου
Κι από κει να περάσω για να μπω στο άχραντο σώμα σου
Φως που σε κάθε μου ανάσα σ’ έψαχνα
Που σε κάθε πετάρισμα του βλεφάρου μου σ’ αδημονούσα
Φως που σ’ έψαχνα και σε εκλιπαρούσα
Και που μόνο αφότου την ψυχή μου παρέδωσα
μπόρεσα να σε βρω
Κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί στον δρόμο μου σ’ έσπρωξαν
οι φαύλοι κύκλοι του ονείρου
Στράτες δίχως αντάμωμα
Βίοι παράλληλοι σε ένα σύμπαν πετρωμένο κι άνυδρο
Σε μια λιθόστρωτη πλατεία γεμάτη φτύματα κι αναλγησία
Κι αν αγάπη σε ονοματίσω
«Οι αγάπες δεν λακίζουν», μου ’χες πει
ρίχνοντας το σακάκι σου στον ώμο
«Είναι σαν τους ήλιους που
για να μπορούν να ζήσουν
καίγονται σαν ολοκαύτωμα»
Ε, Αγάπη, σ’ εσέ φωνάζω:
Ξέρεις για την αγάπη πόσοι και πόσοι εκπορνεύονται;
σ’ ολάκερο το Βόρειο Σέλας
Να μαντέψω το μωβ μες στον αχάτη που κοιμάται κάτω
από τα σφαλιστά σου βλέφαρα
Τη ρωγμή στο ψυχορράγισμά σου
Κι από κει να περάσω για να μπω στο άχραντο σώμα σου
Φως που σε κάθε μου ανάσα σ’ έψαχνα
Που σε κάθε πετάρισμα του βλεφάρου μου σ’ αδημονούσα
Φως που σ’ έψαχνα και σε εκλιπαρούσα
Και που μόνο αφότου την ψυχή μου παρέδωσα
μπόρεσα να σε βρω
Κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί στον δρόμο μου σ’ έσπρωξαν
οι φαύλοι κύκλοι του ονείρου
Στράτες δίχως αντάμωμα
Βίοι παράλληλοι σε ένα σύμπαν πετρωμένο κι άνυδρο
Σε μια λιθόστρωτη πλατεία γεμάτη φτύματα κι αναλγησία
Κι αν αγάπη σε ονοματίσω
«Οι αγάπες δεν λακίζουν», μου ’χες πει
ρίχνοντας το σακάκι σου στον ώμο
«Είναι σαν τους ήλιους που
για να μπορούν να ζήσουν
καίγονται σαν ολοκαύτωμα»
Ε, Αγάπη, σ’ εσέ φωνάζω:
Ξέρεις για την αγάπη πόσοι και πόσοι εκπορνεύονται;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου