Αναρτήσεις

Να παραμείνεις άνθρωπος!

Μα δεν υπάρχουν δράκοι, μικρό μου αγόρι. Ναι, δεν υπάρχουν δράκοι, κοριτσάκι μου. Δεν το γνωρίζετε ακόμα πως σας παραμυθιάζουμε. Δράκος, παιδιά μου, γίνεται μονάχα ο άνθρωπος. Θεριό ανελέητο κι ανήμερο. Κάποτε θα το μάθετε κι αυτό. Μα ούτε στιγμή μην λογιστείτε να του μοιάσετε. Και ας σας λένε πως μονάχα αν του μοιάσεις θα επιβιώσεις σε τούτη τη ζωή. Πως μόνο αν γίνεις δράκος και εσύ. Ε, όχι. Εσείς να γίνετε η αλλαγή, με όποιο κόστος. Τούτο σημαίνει να 'χεις αξίες στη ζωή.

Τα τιμαλφή της σάρκας σου

Φόρεσες κοσμήματα και άλλα τιμαλφή μα τ’ άστρα ζήλεψαν το δέρμα σου το γαλατένιο κι εκείνη την εκ γενετής περιουσία σου σχεδόν σαν κεντητή κάτι ελίτσες γύρω από το λαιμό τον αφαλό και τις θηλές σου κάπου στα δαχτυλάκια των ποδιών στους ώμους σου στην πλάτη λίγο πάνω απ' τους γλουτούς κι ανάμεσα στις γάμπες στο δέρμα σου εκεί το τρυφερένιο Κι εγώ θαμπώθηκα, τ’ ομολογώ κι άρχισε το μυαλό τις βόλτες και τις διαδρομές στο σώμα σου απάνω με βλέμμα γλώσσα δάχτυλα κι αναπνοές Κι εσύ, με μια χαρά, κοιτώντας με να χάσκω ήμουνα σίγουρη, μου λες, πως θα σου άρεσε το στόλισμά μου για σε, βλέπεις, τα φόρεσα, αγόρι μου γλυκό να σε εντυπωσιάσω Κι εγώ μειδίασα κι ύστερα κι ύστερα κράτησα ό,τι άλλο ήθελα να πω για μένα.

Άρωμα πορτοκάλι

Δυο φιλιά ρουφηχτά κι ύστερα γεια, εσύ στο αστρικό παλάτι σου κι εγώ στην καλύβα μου στο δάσος, με το τζάκι και τις κατάλευκες φλοκάτες μου. Ο ορφανός είναι για όλα ξένος, είπε ο ποιητής που το ’ζησε στο πετσί του μα το χαμόγελό του είναι από όλα το πιο γλυκό γιατί πολύ τον πόνο εγνώρισε. Στρώνω τους αγγέλους μου πάνω τους να ξαποστάσεις, είπα. Εγώ είπα, αλλά εσύ με άκουσες; Σ’ αρέσει, λες, να πηδάς μες στα λασπόνερα σαν τα μαθητούδια στο δρόμο για το σπίτι μια μέρα φθινοπώρου. Το κάναμε κι εμείς κάποτε, θυμάσαι; Μα εγώ πιότερο αγαπούσα το πελώριο πορτοκαλόφυλλο που ‘βαζα ν’ αρμενίζει μες στη λιμνούλα τη μικρή, κι ήτανε σάμπως και πορτοκάλι ευωδίαζε το βρώμικο νερό της. Εγώ πηδούσα μεμιάς μέσα στη βάρκα μου κι εσύ, από το αστρικό παλάτι σου, μου φώναζες με νεύρο να πάψω το παιγνίδι και να φύγω. "Δε θέλω να βλέπω πως ζεις τη ζωή γιατί έτσι αντιλαμβάνομαι ότι εγώ έχω ήδη πεθάνει", μου ‘λεγες. Κι ήμασταν μικρά παιδιά. Το ίδιο μου φώναξες και σήμερα, όταν ανέβηκα κι έπιασα να χορ

Μυστικά | Viggo Mortensen

Εικόνα
  VIGGO MORTENSEN ΜΥΣΤΙΚΑ  Οι ωκεανοί παίρνουν μαζί τα μυστικά μας  όλα όσα δεν θέλουμε πια να βλέπουμε ή να μυρίζουμε.  Νιώθουμε ανώνυμοι  νιώθουμε καθαροί  όταν το παρελθόν απεκδυθούμε.  Θα ξεπλυθεί, νομίζουμε.  Θα βουλιάξει  θα απομακρυνθεί απ’ την ακτή.  Θα γίνει άφαντο.  Ίσως τα ψάρια χορτάσουν με τα λόγια μας  ίσως οι χαμένοι κι ανεκπλήρωτοι έρωτες  γίνουνε λίπασμα για τα χνουδωτά πρασινωπά πλάσματα του βυθού. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Στη θάλασσα του Νικολά

Εικόνα
Marine, Antibes (1955),  Nicolas de Staël  (French/Russian, 1914–1955) Η υποψία της χολής μαυρίζει χώματα και τρώει. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι είσαι τα πάντα με το γέλιο της ψυχής σου. Σου το ΄χουν κλέψει για, μα κάτι τύποι σα κι εμέ το βλέπουν στη μορφή σου. Έλα να σε φιλέψω, βρε γιαβρί, να φάμε κι άσπρο πάτο δεκαράκι. Τσιγάρο άφιλτρο τα ξημερώματα εσύ και κάτι ξίδια σου για να ξεχάσεις. Κι εγώ με ζάναξ, να νομίζω πως κοιμάμαι κι όλα ντάξει στη ζωή. Μη μου χτενίζεις τα μαλλιά, γλυκό μου, να χαρείς. Τα δάχτυλά σου μπλέξε μέσα κει και κάνε μασαζάκι. Κι εγώ στον τοίχο απέναντι τον μπλε του Νικολά ντε Σταλ θα ζωγραφίσω κύματα λευκά. Έλα να πιάσουμε μαζί να ρίχνουμε μες στο νερό τα βοτσαλάκια. Μα το θεό, πόσο ωραία τα περνάμε στο σαλόνι. Να 'ρχεσαι, βρε γιαβρί. Κάποια άλλη μέρα στη θάλασσα του Νικολά να κολυμπήσουμε όπως μας γέννησε η μάνα μας παρέα. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι όμως τα πάντα είσαι με το γέλιο της ψυχής σου. Α' δημοσίευση:  Μονόκλ

Καιόμενη βάτος

Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για πρωϊνά με καφέ και βουτήματα Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για έρωτες που στον αφρό απάνω του κύματος θάλλουν για ηλιοβασιλέματα αγκαλιά για τo καθηλωτικό βιβλίο που μόλις διάβασα για τους πανσέδες π’ ανθίζουν στο μπαλκόνι για τα φύλλα που ανοίγουν της καρδιάς για τα γινωμένα σύκα και το ζεστό ψωμί το πουπουλένιο πάπλωμα το ζουμερό φιλί σου Έχω ξεχάσει πώς είναι να γράφει κανείς για όλα τούτα Συνήθισε η πένα να μαζεύει τα κομμάτια από την άσφαλτο τη διαμελισμένη σάρκα από το βομβαρδισμένο τοπίο το αίμα που από τους πόρους ξεχειλίζει του ασθενή Να πίνει βρώμικο νερό Να πνίγεται στη θάλασσα είτε μονάχα με μια τόση δα γουλιά του Πεινά η πένα μου πεινά και δεν έχει να φάει Κι άλλοτε και του πουλιού έχει το γάλα μα δεν μπορεί μήτε το σάλιο της να καταπιεί Κι όταν έχει φωνή δεν έχει τίποτα να πει Κι άλλοτε έχει τόσα και τόσα να σας πει μα ούτε κιχ δεν δύναται να βγάλει                                                      – η πένα μου! Η πέ

Le vent nous portera

Μπλέκονται τα χέρια μας τα δάχτυλά μας  μπλέκονται τα βλέμματά μας  της καρδιάς μας οι παλμοί  σ' αγαπώ σ' αγαπάς κι εσύ  μ' αγαπάς μ' αγαπώ κι εγώ  του Μοντρεάλ ο ουρανός αδειάζει από σύννεφα  κενός  κι εμείς στις κούνιες σαν παιδιά  μια δυο  ξανά μια δυο  και ωπ  πού πάμε ωπ  ψηλά ψηλά στον ουρανό...! Ημερολόγιο | 09.05.20

Στον Πατέρα μου

Εικόνα
Μιχαήλ Σίμωνος (1946-2018), (c) Nicoletta Simonos Στον Πατέρα μου Τον Φύλακα Αρχ-Άγγελό μου, τον Ήρωά μου  Τη Γαλανόμορφη Αγάπη μου Ήταν απομεσήμερο. Ο ήλιος έλαμπε. Ζέσταινε με το φως του το καταγάλανο κρυστάλλινο νερό. Βουτήξαμε μαζί με τον πατέρα, όπως το συνηθίζαμε τα καλοκαίρια. Ξεκίνησε μεμιάς για τα βαθιά καθώς δεινός κολυμβητής ο πατέρας μου κι εγώ ξοπίσω τον ακολουθούσα. Όσο τον πλησίαζα τόσο εκείνος απομακρυνόταν. Κι όλο και πιο βαθιά. Λαχάνιασα. Περίμενε, του φώναξα ασθενικά. Περίμενε, μπαμπά, τρέχεις και δε σε φτάνω. Εσύ να περιμένεις, κόρη μου. Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα. Άσε πρώτα να στρώσω το σώμα μου με ροδοπέταλα, να φροντίσω τα ρόδα μας ν' ανθίσουν, να 'ρχονται τα πουλιά να κελαηδούν πάνω στα χείλη μου, το σώμα μου για σε παράδεισο να κάνω, εκεί να ζήσεις το αέναο παρόν της ύπαρξής σου. Να δεις που τότε θα με φτάσεις, κόρη μου, σαν έρθει εκείνη η ώρα. Θα σ' ανεβάσω στις πλάτες μου και φύγαμε. Εκεί δε θα πονάμε, δε θα ματώνουμε, θα ζούμε έτσι όπως ονειρευόμασ

Το λάμα | Ρομπέρ Ντεσνός

Εικόνα
Robert Desnos (1900-1945) Λάμα, υιός λάμα Και πατήρ λάμα, Ξαδέρφι του αλπακά, Αδέρφι του βικούνια, Αδέρφι του γουανάκου Σε κάθε του καθήκοντος σάλτο Ν’ ακούει πρέπει τους αχούς: κουδούνια Προς αποφυγή του λυκανθρώπου που κει Στο δικό του ζει κλίμα: Στο Περού κατοικεί Πρωτεύουσα Λίμα. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Δεκαπενταύγουστος

Ήρθε και κάθισε στα πόδια μου ολόλαμπρη η αυγή Την πήρα αγκαλιά σφιχτά Δεν ήταν άλλη από την Παναγία!

Cigarettes after sex

Μην αφαιρέσεις τίποτα, μου είπε. Είσαι τόσο διάφανη που μόνο με τα ρούχα σου μπορώ να σε κοιτάω δίχως να τυφλώνομαι.

Ένα φιλί στο μέτωπο | Μαρίνα Τσβετάγιεβα

Εικόνα
Marina Tsvetaeva (1892-1941) ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ Ένα φιλί στο μέτωπο - διώχνει την ανησυχία. Σου φιλώ το μέτωπο. Ένα φιλί στα μάτια - απομακρύνει την αγρύπνια. Σου φιλώ τα μάτια. Ένα φιλί στα χείλη - νερό που τη δίψα σβήνει. Σου φιλώ τα χείλη. Ένα φιλί στο μέτωπο - διαγράφει τη μνήμη. Σου φιλώ το μέτωπο. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Rêve d'Egypte

Πήρα και την Κολέτ μαζί μου, σ’ εκείνο το ταξίδι στη Λα Λίνεα δε λα Κονθεπθιόν. Ήπιαμε τα ποτά μας σ’ ένα καταγώγιο στο κέντρο της πόλης, χορέψαμε τρελά, φλερτάραμε ασύστολα μπορώ να πω. Αλλά υποσχεθήκαμε το είναι μας σ’ εκείνο τον ένα, ίσως και στον κανένα. Παράξενη που είναι η ζωή. Σ’ αγάπησα για κείνο το στράβωμα το ελαφρύ στων χειλιών σου το μέρος το δεξί καθώς χαμογελάς. Μάλλον τούτο είναι που λέω όταν με ρωτούν γιατί σε αγαπώ – αν είναι δυνατόν να ρωτά κανείς τον άλλον κάτι τέτοιο. Αφού ο λόγος είν΄ άπιαστος που σ’ αγαπώ. Άμα δεν ήτανε, δεν θα σε αγαπούσα – στο υπογράφω. Κι όταν θα έρθω να σε βρω στο Ινβερνές, σ΄ εκείνο το παλιό ξενοδοχείο, μη μου χαρίσεις τριαντάφυλλα. Έχε μονάχα έτοιμα σεντόνια στο κρεβάτι σου. Τα θέλω να μυρίζουνε σαμπάνια. Μη με ρωτάς, λοιπόν, τι κράτησα από τα λόγια της, αγόρι μου. Όλα, θα σου 'λεγα, ή πάλι τούτο μονάχα: - Chérie, θα κάνεις που θα κάνεις κουταμάρες στη ζωή... ε, καν’ τες τουλάχιστον με κάποιον ενθουσιασμό, d'accord? - Μα ναι, Κολέτ!

Η τραγωδία του τίποτα και του καθόλου

Θα ’θελα να διατάξω τις λεγεώνες να κραυγάσουν τ’ όνομά σου σ’ ολάκερο το Βόρειο Σέλας Να μαντέψω το μωβ μες στον αχάτη που κοιμάται κάτω από τα σφαλιστά σου βλέφαρα Τη ρωγμή στο ψυχορράγισμά σου Κι από κει να περάσω για να μπω στο άχραντο σώμα σου Φως που σε κάθε μου ανάσα σ’ έψαχνα Που σε κάθε πετάρισμα του βλεφάρου μου σ’ αδημονούσα Φως που σ’ έψαχνα και σε εκλιπαρούσα Και που μόνο αφότου την ψυχή μου παρέδωσα μπόρεσα να σε βρω Κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί στον δρόμο μου σ’ έσπρωξαν οι φαύλοι κύκλοι του ονείρου Στράτες δίχως αντάμωμα Βίοι παράλληλοι σε ένα σύμπαν πετρωμένο κι άνυδρο Σε μια λιθόστρωτη πλατεία γεμάτη φτύματα κι αναλγησία Κι αν αγάπη σε ονοματίσω «Οι αγάπες δεν λακίζουν», μου ’χες πει ρίχνοντας το σακάκι σου στον ώμο «Είναι σαν τους ήλιους που για να μπορούν να ζήσουν καίγονται σαν ολοκαύτωμα» Ε, Αγάπη, σ’ εσέ φωνάζω: Ξέρεις για την αγάπη πόσοι και πόσοι εκπορνεύονται;

'Ισως ο κόσμος τελειώσει εδώ | Joy Harjo

Εικόνα
Joy Harjo (1951-), η πρώτη Ινδιάνα Poet Laureate (2019) των Η.Π.Α. JOY HARJO ΙΣΩΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΕΔΩ Ο κόσμος ξεκινά στο τραπέζι της κουζίνας. Όπως και να ’χει, πρέπει να φάμε για να ζήσουμε. Τα δώρα της γης προσφέρονται και ετοιμάζονται, στρωμένα στο τραπέζι. Έτσι ήταν από δημιουργίας κόσμου, κι έτσι θα συνεχίσει. Διώχνουμε τις κότες και τους σκύλους μακριά από αυτό. Τα μωρά βγάζουν δόντια στις γωνίες του. Γρατζουνάν’ τα γόνατά τους από κάτω. Είναι εδώ που τα παιδιά μαθαίνουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Σ’ αυτό κάνουμε άνδρες, σ’ αυτό κάνουμε γυναίκες. Σ’ αυτό το τραπέζι κουτσομπολεύουμε, ανακαλούμε τους εχθρούς και τα φαντάσματα των εραστών μας. Τα όνειρά μας πίνουνε καφέ μαζί μας καθώς κρατάνε τα παιδιά μας αγκαλιά. Γελούν με τους φτωχούς μας αποτυχημένους εαυτούς, γελούν και που ξαναστεκόμαστε στα πόδια μας στο ίδιο πάντα το τραπέζι. Ετούτο το τραπέζι υπήρξε σπίτι στη βροχή, ομπρέλα στον ήλιο. Πόλεμοι αρχίνησαν και έληξαν σε τούτο το τραπέζι. Είναι ένα μέρος απ’ τη σ

Εκδιδομένων το ανάγνωσμα

Τα ποιήματα δακρυρροούν καθώς οι άνθρωποι κοιμούνται κι ονειρεύονται λίγο προτού ξυπνήσουν για να ν' αντιμετωπίσουν της ημέρας τις προκλήσεις τυχόν θλίψεις ή χαρές Τα ποιήματα δακρυρροούν καθώς οι άνθρωποι ερωτοτροπούν μ' εκείνον π' αγαπούν καθώς οι άνθρωποι χαρίζουν την καρδιά τους στης καρδίας τους τον εκλεκτό τον ένα Μα τα ποιήματα με την ανάσα τους λειψή δακρυρροούν και βρίζουνε που φυλακίστηκαν δίχως να το ζητήσουν που σαν και τους γεννήτορές τους ποτέ δεν είναι λέφτερα κι ας, όπως και εκείνοι, το νομίζουν Αχ, τα ποιήματα δακρυρροούν -ναι, τα φτωχά μου- γιατί δίχως να ρωτηθούν εκδίδονται κι αυτά σαν τις πουτάνες Well, that's life, θα μου πεις Και θα σου πω κι εγώ,                     Ε, τόλμα τώρα, αν μπορείς, και πες το και σ' εκείνα.

Welcome to Gibraltar!

Έχετε δει την ταινία με τον «καλό Γορίλα»; Ναι, τον γλυκό και καλό εκείνο γορίλα του βουνού, που ‘χε αναπτύξει φιλίες με τους γείτονές του, την κλασική αμερικάνικη οικογένεια με τα δυο παιδιά που ζούσε στα μέρη του μες στο δάσος; Ε, κάπως έτσι θα ‘ναι φαντάζομαι και μ’ όσους κατοικούν στου Γιβραλτάρ τον Βράχο. Βέβαια, εκείνοι δεν έχουν γείτονες γορίλες, αλλά μακάκους. Κι απ’ όσο ξέρω, δεν τα ‘χουνε και όλοι τους τόσο καλά με το σύνοικό τους είδος. Άλλοι, πιο χαλαροί κι όχι παθόντες μάλλον, απλώς το διασκεδάζουν, κι άλλοι απλώς αποτελούν το αντικείμενο διασκέδασης των πονηρών τούτων αποίκων, που χαίρονται έτσι όπως τσαντίζουν τους ανθρώπους άμα τους κλέβουν το σοκολατένιο κέικ τους από τον πάγκο της κουζίνας (μα, ναι, έχουν μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στη σοκολάτα και στις λιχουδιές παντός είδους οι λεγάμενοι!) ή απ’ την απλώστρα τα φρεσκοπλυμένα ρούχα τους. Ή άμα μπαίνουν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και την αράζουν στον καναπέ, κύριοι, αραχτοί και λάιτ, σαν τίποτα να μην συμβαίνει! Όταν επισκέ

Ας τελειώνουμε πια

Οι κούκλες και οι κούκλοι υπάρχουν μόνο ως παιγνίδια για παιδιά -κάποια, μάλιστα, τους βγάζουν τα μάτια τους ξεβιδώνουν τα χέρια και τα πόδια τους ξεριζώνουν τα μαλλιά- άψυχες κατασκευές χείρας ανθρώπινης Όλοι οι άλλοι που απ' τον πηλό φτιαχτήκαν του Δημιουργού δεν είναι παρά κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν του Ας τελειώνουμε πια με τη ματαιοδοξία κυρίως την υπερβολή το θελημένο τούτο παραμύθιασμα του αποπροσανατολισμένου του ανελεύθερου του φελλού και κοντόφθαλμου σημερινού ανθρώπου Ας τελειώνουμε πια μια και καλή                  με τον εκούσιο μες στο ψέμα εγκλεισμό του

Ψυχανεμίσματα

Κι αν είναι κόκκινο πανί που υφαίνει η Πηνελόπη Κι ο ταύρος είναι το γυαλί που σπάει την ανατολή Φέρε μου ρόδα του μαγιού και πάρε την ψυχή μου Να 'ν' το στολίδι τ' ουρανού τα άσπρα κρίνα στην αυλή σου Κι αν μ' αγαπάς που 'μαι πουλί που σου κελαηδάει Στη σιωπή μου αν χαθείς το μέγα σφάλμα της ζωής Είναι η πιο βαριά ποινή αγάπη άμα πετάεις...

Σαν τον βοσκό

Να κοιμηθώ σα μάχομαι και ύπνος δε με πιάνει, ευθύς εμπρός μου απλώνεται η θάλασσα, ίσαμε τον ορίζοντα η απεραντοσύνη, και πιάνω να μετρώ τα κύματα σα να 'ναι προβατάκια, κοπάδια ολάκερα που τα λιβάδια τα γλαυκά τ' ατέρμονα αλωνίζουν. Κι εγώ σαν τον βοσκό                            που πρώτη του φορά τη θάλασσα αντικρίζει.

Μουσικό κουτί

Είν' το παραμυθάκι εκείνο που 'ναι σφαλιστό μες στο κουτί της ψυχής το μουσικό, που μέσα του χορεύει μπαλαρίνα η καρδιά μου... Μαζί και η παιδούλα που υπήρξα κάποτε και που δεν λέει να μεγαλώσει, καθώς ποτέ δεν της το ζήτησα... Άλλωστε δεν γεννήθηκα για να μεγαλώσω... Μην μου μιλάτε για τον κόσμο τούτο, μην με κουράζετε άλλο μ' αυτόν, αρκετά με ταλαιπώρησε ο ίδιος... Έχω να ζήσω, επιτέλους, απερίσπαστα στον δικό μου... Ο άλλος, χάρισμά σας... έτσι όπως τον φτιάξετε και μάλιστα με τόση περηφάνια... Ναι, όλοι εσείς οι "άξιοι" που ουδεμία σχέση έχετε με την αξία και τις αξίες (κι αρετές), εκτός από αυτήν του χρήματος και μ' ό,τι τούτο συνεπάγεται. Κάνατε τη λέξη αξία καραμέλα στο στόμα σας ευτελίζοντάς την, αλλοιώνοντας τη σημασία της δίνοντάς της σημασίες άλλες, ονοματίζοντας μ' αυτήν καθετί ανάξιο - πώς αλλιώς θα γινόσασταν "άξιοι" άλλωστε... Ναι, όλοι εσείς οι "άξιοι" της μετριότητάς σας... Ο αληθινά άξιος είναι ακέραιος, απλός και ταπε

Dream a Little Dream of Me

Ένα τραγούδι όλη η ζωή ένα όνειρο ένας εφιάλτης ένα μοιρολόι Σίγουρα όχι το νερό το ορμητικό του ποταμού Μονάχα το νερό του χρόνου Ούτε καν το νερό Η ροή του μόνο - αν θέλουμε να 'μαστε ειλικρινείς Το όνειρο που θα δω όμως απόψε θα 'ναι μια ζωή ολόκληρη από μόνο του το όνειρό μου Κι εγώ θα το νταντέψω σα να' ναι όλη μου η ζωή Τούτα τα πλέον ατόφια τα πλέον περιεκτικά τα πιο αληθινά τα μόνα αληθινά δικά μου δευτερόλεπτα του βίου μου που είναι όλη η ζωή μου Τούτα τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού δευτερόλεπτα Η μοναδική μου αλήθεια Η μοναδική εν ζωή αιωνιότητά μου Νικολέττα Σίμωνος

À la recherche de Matsi

Αστόχησαν τα βλέφαρα απόψε φοβήθηκαν τα κύματα του ωκεανού σου κι εσύ ο έρωτας εσύ η ομίχλη του πρωινού εσύ το ξεχασμένο ρήμα στην πρόταση που μάχομαι ν’ αρθρώσω μα όχι η ξεχασμένη είσαι καρδιά στο χάος της νύχτας παλεύω να διασχίσω με τ’ ακρόνυχα την πλάτη του ορίζοντά σου εσύ η ανατολή εσύ το φάντασμα του Βέρθερου εσύ η ρώγα η ζουμερή της άμπελου στα χείλη μου εσύ το αλεξίσφαιρο γιλέκο κι εγώ η σφαίρα που εξοστρακίζεται je te hais passionnément je t’aime infiniment comme une folle comme une clocharde comme une étoile devant la lune comme un bateau ivre comme mon Rimbaud εσύ το Παρίσι μου το Παρίσι εγώ viens l’amour nous tue l’amour nous nourrit l’amour nous affame κι εγώ ο άστεγος είμαι που ταΐζει με το γάλα του το γατί είμαι η κουβέντα η τρυφερή που ακούει το ορφανό παιδί είμαι η κούκλα στα χέρια τα ωχρά της φαλακρής Σοφούλας το όνειρο είμαι του απελπισμένου η προσευχή του ασθενή είμαι η ευγένεια της άνοιξης είμαι της άνοιξης η ηδονή είκοσι δυο

Βυθοσκόπιο

Ζωή των αστεριών στο στερέωμα Ζωή αλαφροΐσκιωτη των ανθρώπων Των ανθρώπων ζωή μεταξένια Και κάπως έτσι ισορροπεί ο τζίτζικας Στο αιωρούμενο φύλλο Κάποιο πυρωμένο απόγεμα Ενός Ιούνη Ενός Ιούλη Ενός Αυγούστου Ενός θέρους αμείλικτου Ενός καλοκαιριού αλλοπαρμένου Των μεταξένιων ανθρώπων ζωή Ζωή των μεταξένιων ανθρώπων Αλαφροΐσκιωτη ακόμα κι η σκιά Υποτιμημένος κι αυτός ακόμα ο μόχθος Κι ο πόνος σας Υποτιμημένος κι αυτός Στον κόσμο των υπανθρώπων Για τούτο και σου λέω, φίλε μου: Ο χειμώνας δεν είναι ίδιος για όλους.

Dans les jardins du Luxembourg

Οι αγάπες έχασκαν μες στις αλέες σαν αγάλματα κοκκαλωμένα. Τα περιστέρια δεν τις πλησίαζαν. Τα απόδιωχνε η άψυχη κι απόκοσμη εκείνη τελειότητά τους. Μονάχα ένα ατίθασο και τολμηρό σίμωσε την πρώτη που συνάντησε στη χαμηλή του πτήση. Κι εσένα πώς σε λένε;, τη ρώτησε. Αγκάθι, του απαντάει. Το περιστέρι τότε απόρησε: Μα εγώ δεν βλέπω παρά ένα τριαντάφυλλο!, κατάπληκτο της μαρτυράει.

Είμαι η γυναίκα

Είμαι η γυναίκα που τη λες σκύλα γιατί τολμά να πει τη γνώμη της ή τι την ενοχλεί - να κάνει δηλαδή ό,τι κάνεις κι εσύ καθότι φυσικό για σένα και αναμενόμενο. Είμαι η γυναίκα που τη βγάζεις τρελή όταν το σφάλμα σου αρνείσαι να παραδεχτείς. Είμαι η γυναίκα που στον τσακωμό μαζί της - τον όποιο τσακωμό δεν έχεις τον παραμικρό ενδοιασμό να την πετάξεις στις 3 η ώρα το πρωί έξω από το αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά. Είμαι η γυναίκα που σου λέει ΟΧΙ και παλεύει μαζί σου για να μη βιαστεί και, αν δεν το καταφέρει, βιάζεται - κακοποιείται, ακόμα και θανατώνεται. Είμαι η γυναίκα που ανέχεται την ψυχολογική και τη σωματική κακοποίηση που της ασκείς κι ας ξέρει πως έτσι την τραυματίζεις εφ' όρου ζωής με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Είμαι η γυναίκα που κάνεις τα πάντα σαν άνδρας για να τη γνωρίσεις, αλλά για να τη χωρίσεις γίνεσαι άνανδρος και ως δια μαγείας εξαφανίζεσαι από προσώπου γης. Είμαι η γυναίκα που κάνεις τα πάντα για να τη ρίξεις στο κρεβάτι σου, κι άπαξ και το κάνεις ξεχνάς λουλούδια,

Προσπαθώ

Προσπαθώ να μην βάζω τα χέρια στις τσέπες όταν είμαι εκτός σπιτιού Προσπαθώ να μην το βάζω στα πόδια μόλις τον φόβο νιώσω Πολύ το προσπαθώ Προσπαθώ να μην περνάω από τα σπίτια των λευκών κι ας κάνω τη διπλάσια διαδρομή για να βρεθώ στο σπίτι του φίλου μου του Τζον που 'ναι λευκός αλλά αλλιώτικος λευκός και μ' αγαπάει Προσπαθώ Πολύ το προσπαθώ τη μάνα μου να κάνω να μην σταυροκοπιέται κάθε που ξεπορτίζω και να μου λέει "πάλι θα βγεις; κάτσε εδώ παιδί μου να χαρείς" Τον Κύριο παρακαλεί να με πάρει ο Κινέζος για ντελιβερά κι ας έχει πρήξει τον κύριο Μάρτιν -το σπίτι του οποίου καθαρίζει- κλητήρα να με πάρει στην εταιρία όπου είναι μέτοχος μαζί με κάποιους άλλους Κι εγώ όμως παρακαλώ Παρακαλώ να γίνει κάνα θάμα στο κολέγιο να μπω Ξέρω πως θα 'ναι δύσκολο στο ίδιο να μπω με τον φίλο μου τον Τζον τον λευκό Μα το καλό έχει κολέγια και για εμάς τους μαύρους Πολλά είναι που προσπαθώ Αλλά τη χάρη δεν θα σας την κάνω Το χρώμα μου δεν το αλλάζω εγώ Γιατί η γύμνια δεν έχει χρώ

Pavo

πάνω μου θέρος σμαράγδια χίλια μάτια Ιούλη μήνα

Μάρτιος 2020 μ.Χ.

Στην προσευχή Ικέτευσα Μ’ ένα λιγνό κερί Και ένα δάκρυ Για κείνα τα όνειρα Των εγκλεισμένων Κι η κάμαρά μου γέμισε Με όνειρα Τους λείπαν τα φτερά τους Και όταν τους τα φόρεσα Ο χώρος γέμισε μεμιάς Κατάφωτες πυγολαμπίδες Ανάερο φτερούγισμα αγγέλων Κάποια τα έριξα στη θάλασσα Βαρκούλες πλέουν μεσοπέλαγα Με τα λευκά Τα φουσκωτά πανιά τους. Άλλα χέρια γινήκανε Ιδανικά Για θαλπωρής αγκάλιασμα Και χάδι στα μαλλιά. Ζευγαρωμένοι άνθρωποι Σε έργα του Σαγκάλ Σ’ όμορφους κόσμους Του ονείρου κόσμους Ακριβούς παραμυθένιους. Και άλλα λέξεις έγιναν σε στίχους των πιο εύμορφων ποιημάτων. Μπουκέτα από φρέζιες Τα βάζα να στολίζουν. Αχτίδες που τρυπώνουν Από το παραθύρι σου Ζεστά να σ’ αγκαλιάσουν. Καφές που αχνίζει Στο γραφείο σου Στον πάγκο εργασίας. Φάρμακο για τον πόνο σου Και βάλσαμο για την ψυχή σου Μα κάποια τέλος όνειρα Έγιναν χελιδόνια Στον ουρανό φτεροκοπούν Κι ύστερα έρχονται Στο παραθύρι σου ν’ αράξουν. Κι αν κάποιο μπει στην κάμαρά σου Μην το διώ