Welcome to Gibraltar!

Έχετε δει την ταινία με τον «καλό Γορίλα»; Ναι, τον γλυκό και καλό εκείνο γορίλα του βουνού, που ‘χε αναπτύξει φιλίες με τους γείτονές του, την κλασική αμερικάνικη οικογένεια με τα δυο παιδιά που ζούσε στα μέρη του μες στο δάσος; Ε, κάπως έτσι θα ‘ναι φαντάζομαι και μ’ όσους κατοικούν στου Γιβραλτάρ τον Βράχο. Βέβαια, εκείνοι δεν έχουν γείτονες γορίλες, αλλά μακάκους. Κι απ’ όσο ξέρω, δεν τα ‘χουνε και όλοι τους τόσο καλά με το σύνοικό τους είδος. Άλλοι, πιο χαλαροί κι όχι παθόντες μάλλον, απλώς το διασκεδάζουν, κι άλλοι απλώς αποτελούν το αντικείμενο διασκέδασης των πονηρών τούτων αποίκων, που χαίρονται έτσι όπως τσαντίζουν τους ανθρώπους άμα τους κλέβουν το σοκολατένιο κέικ τους από τον πάγκο της κουζίνας (μα, ναι, έχουν μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στη σοκολάτα και στις λιχουδιές παντός είδους οι λεγάμενοι!) ή απ’ την απλώστρα τα φρεσκοπλυμένα ρούχα τους. Ή άμα μπαίνουν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και την αράζουν στον καναπέ, κύριοι, αραχτοί και λάιτ, σαν τίποτα να μην συμβαίνει!

Όταν επισκέφτηκα πριν κάποια χρόνια το Γιβραλτάρ, κείνο που μου ‘κλεψε την προσοχή δεν ήταν το πόσο «Αγγλία» ήτανε, ούτε οι άνθρωποί του, ούτε το κανόνι του, μήτε το ιδιαίτερο και εντυπωσιακό τοπίο του Βράχου (που όντως με εντυπωσίασε). Ήτανε, βασικά, οι μαϊμούδες κάτοικοι του βράχου! Είχα πάει ενημερωμένη, βέβαια, μα δεν γνώριζα πως θα ‘χαν τόση πλάκα. Ανεβαίναμε τον βράχο με το μίνι λεωφορείο μας, ενώ ο Γιβραλταριανός οδηγός (μισός Βρετανός, μισός αυτόχθων) μάς ενημέρωνε σχετικά με την γνωριμία μας με το εν λόγω είδος (καμιά 230ριά νοματαίοι στο σύνολο, και το μόνο άγριο είδος που ζει ελεύθερο σε όλη την Ευρώπη). Όσο προχωρούσαμε προς την κορφή του βράχου, να σου και οι πρώτοι μακάκοι δεξιά κι αριστερά του δρόμου να μας χαιρετάνε. Και όταν πια σταματήσαμε, να σου και δυο-τρεις με ένα σάλτο στην οροφή του αυτοκινήτου. Τώρα αν την βουλώσανε ή όχι, εγώ πού να το ξέρω! Ευτυχώς, ο οδηγός μάς είχε ήδη ενημερώσει για τη λατρεία που έχουν προς τις κάμερες και τις γυναικείες τσάντες, τις οποίες και κλέβουν απ’ τους τουρίστες με τα τσαλίμια και τ’ άλλα ινδιάνικα κολπάκια τους. Κι άντε μετά εσύ, να βρεις αυτούς και μαζί την κάμερά σου! Εντάξει, καταλαβαίνω τους ανθρώπους που κατοικούν στον βράχο, έχουν κι αυτοί τα δίκια τους που δυσανασχετούν με τις απρόσμενες μαϊμουδοβίζιτες και τις ατασθαλίες τους. Αλλά, πιστέψτε με, είναι συμπαθητικά πλάσματα (εμ, πώς φαίνεται πως δεν τα έχω ζήσει!) κι έχουνε και πολλή πλάκα. Προχώραγαν οι μεγάλοι, και τα μαϊμουδάκια ξωπίσω να ακολουθάνε. Και, ξάφνου, βλέπω και μια μάνα μαϊμού να έχει πλάι της το μικρό και με τα δυο της χέρια να του καθαρίζει το τοσοδούλικό του σωματάκι. Κι ήταν σαν άνθρωπος κείνη η μάνα, μα το θεό! Εικόνα που δεν θα ξεχάσω! Όπως και να το κάνουμε, πάντως, ευτυχώς που δεν είχα την τύχη της τουρίστριας εκείνης που, καθώς λιαζότανε ανέμελη στην πισίνα του ξενοδοχείου, ένας μακάκος τής άρπαξε το τοπ απ’ το μαγιό κι έγινε Λούης, μην τον είδατε τον… μακάκο!

Κι έχω κι εγώ εδώ, ετούτη τη στιγμή, την λούτρινη μαϊμού που είχα φέρει τότε σουβενίρ από του Γιβραλτάρ τον Βράχο, να μου χαμογελά και, μ’ ένα πάτημα στο στήθος, να μου λέει σε άπταιστα αγγλικά: «Welcome to Gibraltar!»






Νικολέττα Σίμωνος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι