Μάρτιος 2020 μ.Χ.

Στην προσευχή
Ικέτευσα
Μ’ ένα λιγνό κερί
Και ένα δάκρυ
Για κείνα τα όνειρα
Των εγκλεισμένων
Κι η κάμαρά μου γέμισε
Με όνειρα
Τους λείπαν τα φτερά τους
Και όταν τους τα φόρεσα
Ο χώρος γέμισε μεμιάς
Κατάφωτες πυγολαμπίδες
Ανάερο φτερούγισμα αγγέλων

Κάποια τα έριξα στη θάλασσα
Βαρκούλες πλέουν μεσοπέλαγα
Με τα λευκά
Τα φουσκωτά πανιά τους.
Άλλα χέρια γινήκανε
Ιδανικά
Για θαλπωρής αγκάλιασμα
Και χάδι στα μαλλιά.
Ζευγαρωμένοι άνθρωποι
Σε έργα του Σαγκάλ
Σ’ όμορφους κόσμους
Του ονείρου κόσμους
Ακριβούς παραμυθένιους.
Και άλλα λέξεις έγιναν
σε στίχους των πιο εύμορφων ποιημάτων.
Μπουκέτα από φρέζιες
Τα βάζα να στολίζουν.
Αχτίδες που τρυπώνουν
Από το παραθύρι σου
Ζεστά να σ’ αγκαλιάσουν.
Καφές που αχνίζει
Στο γραφείο σου
Στον πάγκο εργασίας.
Φάρμακο για τον πόνο σου
Και βάλσαμο για την ψυχή σου

Μα κάποια τέλος όνειρα
Έγιναν χελιδόνια
Στον ουρανό φτεροκοπούν
Κι ύστερα έρχονται
Στο παραθύρι σου ν’ αράξουν.
Κι αν κάποιο μπει στην κάμαρά σου
Μην το διώξεις

Γιατί ένα χελιδόνι την Άνοιξη φέρνει
– μην τους ακούς!





Α' δημοσίευση: Στροφές

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι