Αναρτήσεις

Οι εραστές της Pont-Neuf | Amin Maalouf

Εικόνα
  AMIN MAALOUF (1949 - ) ΑΜΙΝ ΜΑΑΛΟΥΦ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ PONT-NEUF Θα ΄πρεπε να ΄χα δυο καρδιές, αναίσθητη η πρώτη, η δεύτερη διαρκώς ερωτευμένη, τούτη τη δεύτερη θα εμπιστευόμουν σ’ εκείνες για τις οποίες χτυπά, και με την άλλη θα ζούσα ευτυχισμένος. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος

Ζητείται... σωτηρία

Εικόνα
     Ω κράτη! Τα Τέμπη σας, το Μαρί σας. Τα χάρτινα κλουβιά που πέφτουν σαν φύλλα απ' το δέντρο και μας πλακώνουν με ατσάλι σάμπως το πιο ασήκωτο, τόσο που βγαίνει η ψυχή μας. Τους τοκογλύφους σας - βλ. τις τράπεζές σας: δόντια κοκόφορμα με ρίζες σαπισμένες - τις γλείψαν σαν σκυλί το κόκκαλο τα σκουλήκια. Οι πόλεμοί σας που ταΐζουνε  την πείνα μας και μεγαλώνει και θεριεύει. Οι παχυλοί, αδικαιολόγητοι και άδικοι μισθοί σας που αφήνουνε τις τσέπες τις δικές μας άδειες, να μετράμε ένα ένα το ευρώ να βγάλουμε τον μήνα. Κράτη της λαμογιάς, της κουμπαριάς, της ρουσφετοκρατίας. Της μετριότητας κράτη, λοιπόν. Αυτό εκ των πραγμάτων είστε.      Ω κοινωνία! Χαζογκόμενα αγκαλιά με χαζογκόμενο, ψωνισμένοι στο ίνστα, στο τικ τοκ κι άγιος ο θεός. To φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι. Αυτό μόνο σε νοιάζει. Η εικόνα σου. Όλα μια εικόνα επίπλαστη. Σε κάνω χάζι που μετράς την αξία και την επιτυχία με το χρήμα, αυτό κι αν είναι ο θεός σου. Κοινωνία της βόλεψης. Πατάς επί πτωμάτων για την πάρτη σο

Πρωταπριλιά '55

Εικόνα
Από το αρχείο της Νικολέττας Σίμωνος

Του Διάκου

Εικόνα
Ένας ο Πατήρ, ένας ο Υιός, ένα το Άγιο Πνεύμα Κι ο Διάκος ο αμόλευτος ένας κι άλλος κανένας Ο Θάνος των γλυκών νερών των ανυπότακτων σταυρών των ανθισμένων λιβαδιών των θαλερών των δέντρων απάτητων βουνοκορφών αφέντης και θεός κλέφτης αρματολός κει που ’χει τ’ αδέρφι του τον αϊτό μονάχη του παρέα Στου ρασοφόρου άγγελου τα φουσκωμένα στέρνα κραυγή που σαν το ψάρι σπαρταρά σ’ ανήλιαγη στεριά κάτου στην Αλαμάνα Ο Θάνος είμαι το αδέρφι σου το μπιστικό κείνο το όμορφο παιδί που όλες τραγουδήσαν –η πλάση όλη λύγισε και οι καρδιές ραγίσαν– που μίλησε εις τον θεό ένα ξημέρωμα Απρίλη μήνα και με φωνή αστροπελέκι φώναξε: Κι εμένα, Κύριε, το όνομά μου αρχίζει από θήτα αλλά Θωμάς δε γίνομαι! Μες στην καρδιά της Άνοιξης που θρέφονται οι άνοιξες των κόσμων όλων που το χαμόγελο τρανεύει σα θεριό επέλεξα το όνομά μου να τιμήσω Αθανάσιος μου έλαχε να γεννηθώ κι Αθάνατος είπα στη μάνα μου πως θα πεθάνω Κι εκείνη με επίστεψε. Τόσο που μ’ αγαπούσε. Σταυρώστε με, τους πρόσταξα, σαν τον Χριστό Μα κείνοι κάθ

Φτου κι απ΄ την αρχή...

Εικόνα
Άνθρωποι ψάρια έχουν καρδιά  γελάνε λυγάνε ανάσες κοφτές  Απρίλης και Μάης γροθιές κοφτερές  αγάπη σε λέω αγάπη βροχή  κι ο ήλιος θυμώνει καμιά ανοχή  υπό τον φανοστάτη να 'σου μία φωνή  δεν έχουμε χρόνο μονάχα πόνο  καρδούλα μου ψυχούλα μου αέρας μου και δυόσμος  φύλλο και καρφί  μοσχοκάρφι μοσχοκάρυδο κι ελιά μου τσακιστή  τσακίρικο το βλέμμα σου αγάπη μπιστική   βίσωνα που σε σκότωσα προτού εσύ   τρέχω στα κύματα καβάλα να σε φτάσω  αγάπη μου ασύμμετρη φευγάτη μυστική  κι αν είμαι λεοπάρδαλη να μη με φοβηθείς   δάγκωμα μέλι και φτου κι απ' την αρχή... Lovers in Blue (1914), Marc Chagall (1887 - 1985),  Source

Xαμένη παρτίδα

Εικόνα
Το ποίημα είναι χαμένη παρτίδα σκάκι Χαμένη παρτίδα στα χαρτιά, στο κρεβάτι Το ποίημα είναι η φωτιά που θες να πέσει να σε κάψει Η γη που θες να ανοίξει να σε καταπιεί Το τσιγάρο που δεν κάνεις Το ποτό που δε σε πιάνει Η στιγμή που δε σ' αφήνουν ν' αντιδράσεις Οι κλειστές οι διαβάσεις Στη φωνή σου η φραγή Η ήττα της ομάδας σου Η τσέπη σου η άδεια Η μαύρη τύχη σου Μα κι ο χαμένος άσσος στο μανίκι σου Το τάλιρο που δίνεις ακόμα κι αν δεν το 'χεις Το σώμα το νεκρό που ζει και αναπνέει και περπατάει και αγκαλιάζει και γελάει Το ίδρυμα που έγινε παλάτι και το νοσοκομείο Disney Land για τα παιδιά Η ποίηση που έφτυσε κατάμουτρα τις κλίκες, τους Γραμματείς και Φαρισσαίους της - κι είναι πολλοί Κι ο έρωτας Ο έρωτας στο καμπαναριό της Παναγίας των Παρισίων Ο έρωτας μπρος στα γαλανά μάτια των λύκων που φοβάσαι - τι έρωτας, αλήθεια Ινδιάνε, το βέλος σου - το βέλος σου Ο έρωτας μες στο νερό - της θάλασσας Ο έρωτας που αντιδρά γιατί δε θέλει να μπει στην καρδιά - αλλά θέλει - και το θέλε

Χαϊκού / της καρδιάς / του χειμώνα

I Καρδιά μου εσύ Μολύβι ο ουρανός Σαν και εσένα   II Το ζύγι βαρύ Μολυβένιου ουρανού Και της καρδιάς μου III Κεραυνός νυχτός Της καρδιάς μου η κραυγή Μολύβι λιώνει IV Σταγόνα καμιά Ουρανός δίχως δάκρυ Κλαίει στα κρυφά

Hot air balloons

Ω τα βατράχια! Πετάνε κολυμπώντας Στην Πάνω Λίμνη!

Aπαίτηση

Δεν αντέχω άλλη πραγματικότητα. Θέλω πίσω το παιδικό μου παραμύθι.

Ψυχοσάββατο

Φώναξα "μπαμπά" ενώ ήξερα -ανυπόφορα- πως δεν υπάρχει πια να με ακούσει. Όμως δεν ήξερα πως γνώριζε πόσο πολύ το εννοούσα. Δε χρειάστηκε να φωνάξω δεύτερη φορά. Βρέθηκε δίπλα μου μ' ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Τα υπόλοιπα, δε θα τα αναφέρω. Από κείνη τη στιγμή ξέρω πως όταν φωνάζω "μπαμπά" έρχεται και μ' αγκαλιάζει. Γιατί ξέρει πως το σπουργίτι του να κουρνιάσει θέλει μες στη φωλιά της αγκάλης του. Όπως και τότε. Έτσι και πάντα. Ημερολόγιο | Φεβ. 2023

Αχ, αγάπη!

Σήμερα οι άνθρωποι εξύμνησαν τον έρωτα και την αγάπη. Ωστόσο, ο πιο όμορφος λόγος κι η πιο στεντόρεια φωνή βγήκαν από τα βάθη της ίδιας της αγάπης αφού επέλεξε να μιλήσει με τη σιωπή. Εκεί που ο λόγος γίνεται πράξη. Γιατί όταν δεν εκφράζεται με λόγια η αγάπη, μιλά με τα μάτια και τα χείλια και μ' όποιον άλλο τρόπο έχει για να εκφραστεί. Δίχως λόγια. Μα με τα λόγια μόνο της σιωπής. Και της απλότητάς της. Ιδού και η κραταιότητα και το μεγαλείο αυτής... Ημερολόγιο | 14.02.23

Αιωρούμαι

Εικόνα
Αιωρούμαι... Ίπταμαι πάνω απ' τα κεφάλια και τον κόσμο σας: το καμάρι σας, εσάς και των θεών σας. Και σας κοιτάω. Με μισό μάτι σάς κοιτάω. Και δε χωνεύεστε. Και δε μιλάω. Μόνο ακούω Radiohead και πετάω... Πέρα μακριά...

Χριστούγεννα ΙΙ

Χριστός γεννάται Χάρμα Μα κάποιος λείπει Λύπη Παιδί Δεν είμαι πια Παιδί   Πειράζει-δεν πειράζει Χριστούγεννα χαράζει: χαράζει Χαρμολύπη

Η μόνη Βιτάλια που ξέρω

Εικόνα
τη λέγανε Βιτάλια κι ήτανε φίλη, κουμπάρα και γειτόνισσα της Ιωάννας - της γιαγιάς μου Καϊμακλιώτισσα κι αυτή και του δημοτικού εγώ ακόμα κοριτσάκι δεν την ξανάδα από τότε ούτε και πρόκειται να είναι ακόμα ζωντανή ούτε και έχω την όψη της στη μνήμη μου κρατήσει το όνομά της, όμως, το κρατάω γιατί είναι τόσο ευειδές το όνομά της μυρίζει καφέ ελληνικό, μυρίζει γιασεμί, γλυκό κεράσι μυρίζει τη γιαγιά μου και ζωγραφίζει μπιγκόνιες, κρίνους και σεμέ με βελονάκι και ζωγραφίζει την αγάπη η «γεμάτη ζωντάνια» κόρη των Ρωμαίων και είναι κρίμα τόσο ωραίο όνομα σε πλάσμα να μην το 'χω ξανακούσει και είναι κρίμα η κυρία Βιτάλια της αθωότητάς μου να 'ναι η μόνη με το όνομα Βιτάλια που ξέρω Vitalia flowers, photo by Nicoletta Simonos Ημερολόγιο | 29.12.22 

Χριστούγεννα Ι

Τα Χριστούγεννα φωνάζουν με τις εορταστικές ιαχές και τα πλουμίσματα τον ερχομό τους κι οι αρλεκίνοι του δρόμου χαρίζουν στο τσουχτερό της νύχτας αγέρι το χαμόγελο εκείνο το πλατύ που δεν μπορεί τη θλίψη του να κρύψει Παιδιά του κόσμου όλου παιδιά του κόσμου του δικού μας και του άλλου φωτίστε με τα μάτια σας τους γεμάτους μοναξιά και απόγνωση ατέρμονους δρόμους Γίνετε εσείς της γης τα αστέρια Εσείς γίνετε και τα χαμόγελα του ουρανού Και δείτε την καρδιά σας κόκκινα ν' ανθίζει ρόδα σαν εκείνα του μαγιού Δεκέμβρη μήνα

Το αηδόνι μου | Rose Ausländer

Εικόνα
Rose Ausländer (1901-1988)  Source ΡΟΖΕ ΑΟΥΣΛΕΝΤΕΡ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΜΟΥ Κάποτε η μάνα μου ήταν ελαφίνα. Τα χρυσοκάστανα μάτιαη χάρη έμειναν μαζί της από την εποχή εκείνη της ελαφίσιας της ζωής. Να τη, λοιπόν μισή άγγελος μισή άνθρωπος – και στη μέση μάνα. Όταν τη ρώταγα τι θα ‘θελε να ήταν: «έν’ αηδόνι», μου ‘λεγε. Τώρα είν’ ένα αηδόνι η μάνα μου. Κάθε νύχτα την ακούω στον κήπο του άγρυπνου ονείρου μου. Τραγουδά τη Σιών των προγόνων την πάλαι ποτέ Αυστρία τραγουδά τα βουνά τραγουδά και τα δάση οξιάς της Μπουκοβίνας. Νανουρίσματα μου τραγουδάει κάθε νύχτα το αηδόνι μου στον κήπο του άγρυπνού μου ονείρου. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Αγριόχηνες | Mαίρη Όλιβερ

Εικόνα
Mary Oliver (1935-2019),  Source MARY OLIVER ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ Δεν χρειάζεται να είσαι καλός. Δεν χρειάζεται να διανύεις γονυπετής εκατό μίλια μες στην έρημο, μετανοώντας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ν΄ αφήσεις το τρυφερό ζώο του κορμιού σου να αγαπά ό,τι αγαπά. Πες μου για την απόγνωση, τη δική σου, και θα σου πω για τη δική μου. Εν τω μεταξύ ο κόσμος προχωρεί. Εν τω μεταξύ ο ήλιος και τα διάφανα βότσαλα της βροχής  διασχίζουν τα τοπία, πάνω απ΄ τα λιβάδια και τα βαθύρριζα δέντρα,  τα όρη και τα ποτάμια. Εν τω μεταξύ οι αγριόχηνες, ψηλά στον καθαρό καταγάλανο αιθέρα,  τραβούν και πάλι για το σπίτι. Όποιος και να ΄σαι, όση και να ΄ναι η μοναξιά σου,  ο κόσμος προσφέρει εαυτόν στην φαντασία σου,  σαν τις αγριόχηνες σε καλεί, σκληρός και συναρπαστικός - τη θέση σου αναγγέλλοντας ξανά και ξανά  στην οικογένεια των πραγμάτων. Από τη συλλογή Dream Work (1986) Επίμετρο: Η Μαίρη Όλιβερ υπήρξε αμερικανίδα ποιήτρια, γεννημένη το 1935 στο Κλήβελαντ του Οχάιο. Έχει βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Nation

Άτιτλο | Ετέλ Αντνάν

Εικόνα
  Etel Adnan in New York, 1979 Photograph: Simone Fattal, Source IV. Κανείς δε σου ζήτησε να γίνεις φόβου άγγελος πόσο μάλλον άγγελος θανάτου Το μόνο που θέλαμε ήταν να ’ναι το δέρμα σου τόσο απαλό όσο η θάλασσα ένα απόγεμα του Οκτώβρη στη Βηρυτό του Λιβάνου ανάμεσα σε δυο εμφύλιους Ήρθες με μια χούφτα πόνο κι ένα χαμόγελο που άνοιξε τη γη κάτω από τα πόδια μου όπως κάνει ο σεισμός όταν σμίγουνε δυο άνθρωποι. Από την ενότητα “Love Poems”, στην ανθολογία Women of the Fertile Crescent: An Anthology of Modern Poetry by Arab Women (1978) Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α' δημοσίευση:  Το Κόσκινο

Φθινόπωρο

Εικόνα
Bamberg, Germany Photo by @magictiron, Source Τα κυνικά καύματα θέρισαν και τα λιγοστά εναπομείναντα στάχυα, όστρακο το θέρος που σφάλισε κι εντός του έκρυψε, ωσάν πέρλα αυτόφωτη και ιριδίζουσα, ολάκερο τον ήλιο                                                                     - περίαπτον στον λαιμό κρεμάμενο. Κι εμείς ντυθήκαμε· την ίδια στιγμή που ξεντύθηκαν τα δέντρα ρίχνοντας τα φύλλα τους πάνω στο νοτισμένο χώμα, σαν έτοιμα από καιρό, την εξιλέωση να ενδυθούν μέσω του επουράνιου ύδατος. Ευλογημένος όστις την αξιωθεί την κάθαρση ετούτη Στέκουν τα δέντρα μες στα ρουμάνια του κόσμου, προβάλλοντας με σθένος την άχραντη γύμνια τους μπρος στα μάτια τ' ουρανού, ως αναμένουν στωικά το πρώτο δάκρυσμά του. Εγώ σαν και τα δέντρα θα ξεγυμνωθώ. Αντάμα με τα δέντρα, γυμνά αυτά, γυμνή κι εγώ, θα προσδοκώ οθόνιο χειμωνικό να 'ρθει να με σκεπάσει. Οκτ. 2013

Αν η απάντηση είναι ναι

Τι είμαστε ποιοι είμαστε σε τούτη τη ζωή; – όχι, άλλη ζωή δεν έχει.  Ένα όνομα; Ένα επώνυμο; Τα παιδιά ενός πατέρα και μιας μάνας; Μια αδελφή; Ένας αδελφός; Ένας σύζυγος; Ένας πατέρας; Μία μάνα; Ένα επάγγελμα; Μία σπουδή; Τα υπάρχοντά μας; Η ασχήμια μας; Η ομορφιά μας; Το φύλο μας; Η εθνικότητά μας; Αν η απάντηση είναι ναι τότε δεν είμαστε τίποτα. Ή μήπως είμαστε το χαμόγελο που ζωγραφίζεται στα χείλη μας και δεν μοιάζει με κανένα άλλο; Το βλέμμα που πηγάζει απ’ τα δικά μας μάτια μοναχά; Ο ήχος της φωνής μας; Της ψυχής μας το ηχόχρωμα; Όλα τα ναι του κόσμου μας στο άυλο της ύπαρξής μας. Ημερολόγιο | Σεπτ. 2022

Φθινόπωρο | Amy Lowell

Εικόνα
Autumn, Portrait of Lydia Cassatt, 1880  Mary Cassatt (1844-1926),  Source AMY LOWELL ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Όλη τη μέρα κοίταγα τα πορφυρά τα φύλλα Καθώς το κλήμα άφηναν κι έπεφταν στο νερό. Και τώρα φεγγαρόλουστα να πέφτουν συνεχίζουν Μα κάθε φύλλο απόψε γαρνιρισμένο είναι με κρόσσι αργυρό… Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Μια ανάσα δρόμος...

Εικόνα
 

Απουσία | Έιμι Λόουελ

Εικόνα
Amy Lowell (1874-1925),  Source AMY LOWELL ΑΠΟΥΣΙΑ Άδειο το φλιτζάνι μου απόψε, Κι είν’ οι μεριές του στεγνές και κρύες, Καθώς το χαϊδεύει τ’ ολόδροσο αεράκι που Αθώρητα μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Κενό και άδειο, πάλλευκο λάμπει στο σεληνόφως. Γιομάτη η κάμαρα με την αλλόκοτη ευωδιά Που αναδύουν τα άνθη της γλυσίνας. Στου φεγγαριού λικνίζονται το φέγγος Κι ανάερα χτυπούν στης κάμαρας τον τοίχο. Μα το φλιτζάνι της καρδιάς μου παραμένει ατάραχο, Και αδειανό, και κρύο. Σαν έρθεις, κατακόκκινο Και σύγκορμα παλλόμενο Από αίμα ξεχειλίζει, Της καρδιάς αίμα προς πόση ολόδική σου· Με αγάπη να γεμίσεις το στόμα σου Και με τη γλυκόπικρη γεύση μιας ψυχής. Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος Α΄ δημοσίευση:  Θράκα

Notre petite mort

τη σαμπάνια τη χύνει το σώμα σου και την πίνει το δικό μου το βογγητό σπάει τα κόκκαλα του ποτηριού σε χίλια κομμάτια του κολωνάτου ευτυχώς το άλλο που 'χει του βυζιού σου το σχήμα θέλω να το κρατήσω ενθύμιο εγώ στ' αυτί μου ψιθυρίζεις κι εγώ χαμογελώ   τέτοιοι είναι οι θάνατοι που τους φωνάζουνε μικρούς είναι που οι μικροί κρύβουν σε μια στιγμή την αιωνιότητα   notre petite mort c'est nous deux dans l'éternité θέλω τον μικρό τούτο θάνατο μαζί σου τώρα πάρε με πάρε με μαζί σου στην αιωνιότητα * Μικρό θάνατο λένε τον οργασμό στη Γαλλία.

Ο ουρανός, όμως;

Αυτή η γη, πάνω στην οποία γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, λόγω του ανθρώπινου παράγοντα, δεν είναι ανοικτή ολάκερη για όλους. Όπως και λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου να βρίσκεται παντού την ίδια στιγμή. Αλλά και λόγω του απροσπέλαστου δέους της φύσης, για το οποίο δεν είμαστε παρά μυρμηγκάκια από τα μικρότερα κι εμείς. Βλέπετε, είναι τόσο μεγάλη η ασημαντότητά μας που η ψυχή μας λειτουργεί με αυτό που στην ψυχολογία ονομάζουμε  απώθηση .  Ο ουρανός, όμως; Σε όποιο σημείο της γης κι αν σταθείς, τον ίδιο ουρανό θα αντικρίσεις και, μάλιστα, ολάκερο! Με άλλα λόγια, τον ίδιο ουρανό κοιτάμε όλοι μας. Με μια ματιά μας μοναχά. Γιατί αφενός εκεί δεν δύναται να κάνει κουμάντο ο άνθρωπος, αφού δεν είναι πλασμένος για ουρανούς - λόγω της θνητής φύσης του. Μα αφετέρου ο ουρανός είναι πιο δίκιος από τη γη. Είναι κοινός για όλους, και για όλους ορατός. Και είναι λογικό, καθώς ο Κύριος, ο Δημιουργός, όπως θέλετε πέστε το, δεν κατοικεί στη γη αλλά στα ουράνια... N. | 15η Ιουλ. 2018 | Ημερολόγιο

James Webb Space Telescope

Όταν ένα αστέρι πεθαίνει  (ναι, ακόμα και τα άστρα πεθαίνουνε),  γεννιέται ένας άνθρωπος. Κι όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος,  γεννιέται ένα αστέρι. Και κάπως έτσι υπάρχει ο Πάνω  και ο Κάτω Κόσμος μας. Σ' ένα αδιάλειπτο αλισβερίσι.  Αλισβερίσι σκόνης, θα 'λεγα.  Σκόνης αστρικής. Και χωμάτινης... Ημερολόγιο | 13.07.22
     Η ζωή είναι παντού... Είναι γύρω μας, δίπλα μας, πάνω μας, μέσα μας... Σε κάθ' ανάσα, σε κάθε βλέμμα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε κίνηση, σε κάθ' ανάγκη... Είναι στο σύννεφο που σου χαμογελά, μα και σε κείνο το θλιμμένο που κατσουφιασμένα σε κοιτάζει... Σε κάθε πέταγμα πουλιού, σε κάθε άνοιγμα μπουμπουκιού, σε κάθε άρωμα ανθού, σε κάθ' αγκάθι... Είναι στα μάτια του σκυλιού που σε κοιτάν' κατάματα, στης γάτας το γουργουρητό, και στου φιδιού τον συριγμό... Είναι στο κλάμα τ' ουρανού, στον θυμό του Δημιουργού... Στο θαύμα, στο χαμόγελο το δικό σου, το δικό μου, του παππού, του παιδιού... Είναι στο κλάμα, στο γέλιο, στον θυμό, στην ευτυχία, στο πάθος, στο λάθος... Είναι στο ψέμα, στον πόνο, στην αδικία, στην ψευτιά, στην προδοσία... Μα και στην αλήθεια είναι, στην φροντίδα, στην ελπίδα... Στα χείλη που κουνιούνται ακόμα, στη φωνή που βγαίνει και σου μιλά... Στο χέρι που γράφει, στο μυαλό που παράγει... Στο δέρμα το απαλό, στη μυρωδάτη σάρκα... Στην ουλή, στην πληγή... Σ

Στην Πλατεία Σολωμού – ένα βράδυ

Εικόνα
     Χθες βράδυ, με πλησίασε ένα τζάνκι, 18 με το ζόρι, σκέφτηκα. Παλικάρι καλότροπο το σύγκοψα κι είχε το βλέμμα του χαμένο, καλά κρυμμένο κάτω από την τρεμάμενη αγριάδα του. Μα εγώ το είδα, δε με ξεγέλασε. Νωχελικό το παλικάρι και νευρικό την ίδια ώρα. Σε ποια πραγματικότητα ζω;, σάμπως και ούρλιαζε με τη σιωπή του. Σ’ αυτήν ή σε κείνη την άλλη; Ντιπ για ντιπ χαμένο. Και θλιμμένο το παλικάρι μου, το φώναζε όλο το κορμί του. Δεν το φοβήθηκα – ο φόβος του ξεπερνούσε, καθώς φαίνεται, τον δικό μου. Νόμιζα πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει, λεφτά, φαΐ, τσιγάρο. Περίμενα να μου μιλήσει. Τίποτα. Λοιπόν;, το ρωτάω διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Λοιπόν τι;, μου απαντάει. Γιατί ήρθες και στάθηκες εδώ απέναντί μου; Θες βοήθεια; Δεν αισθάνεσαι καλά μήπως; Δε μου απαντάει. Μένει να με κοιτά ώρα καμπόση. Κι ύστερα, μη φοβάσαι, μου αποκρίνεται. Μια αγκαλιά… ήταν το ψέλλισμά του. Κι έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, ένα πράμα. Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα έκπληκτη. Κι έπειτα, δίχως δεύτερη σκέψη,

Γενέθλιος μήνας

Εικόνα
Γη που ξεσπάς σε μιαν ανελέητη ανθοφορία Ήλιε που είσαι ατόφια γενναιόδωρος Πλάσματα γενναία που εξέρχεστε της χειμερίας νάρκης Και πουλιά που δε σας φοβίζει το άπειρο Άνθρωπε φύλλο εσύ γιομάτο φλέβες άλικες Αίμα που ζωντανή την αντλία της μήτρας κρατάς Μάη επαναστάτη                          που γεννάς το ανέσπερο! Photo by Nicoletta Simonos

Νυχτερινό

Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Κι εγώ γελάω με την τύχη που μου έλαχε Που με χαιρέτησε βουβά μια κάποια νύχτα Μ' άφησε μες στο αίμα μου να πνίγομαι Κι ούτε που να μου πει μια καληνύχτα   Ήταν που έζησα για σένα και για μένανε Ήταν που έσβησα τα φώτα πριν με πάρει Κείνο το σύννεφο που πάντοτε μου έταζε Πως θα με πάει να γνωρίσω το φεγγάρι Κι εσύ μου λες για τα ταξίδια του μυαλού σου Για το παλτό που πάλιωσε πάνω στο σώμα σου Για το γαμώτο τ' άδικου Θεού σου Σαν μου μιλούν για την αγάπη σου Τα δυο τα χέρια μου που παρακούω Και είναι σαν να ψάχνουν μες στα άχυρα Και τ' όνειρο που δεν τ' ακούω Και είναι που ξεχνώ ν' ανοίξω τα παράθυρα Μίλα μου, αγάπη μου, πώς να ακούσω τη σιωπή μου Φέρε μου,