Ζητείται... σωτηρία
Ω κράτη! Τα Τέμπη σας, το Μαρί σας. Τα χάρτινα κλουβιά που πέφτουν σαν φύλλα απ' το δέντρο και μας πλακώνουν με ατσάλι σάμπως το πιο ασήκωτο, τόσο που βγαίνει η ψυχή μας. Τους τοκογλύφους σας - βλ. τις τράπεζές σας: δόντια κοκόφορμα με ρίζες σαπισμένες - τις γλείψαν σαν σκυλί το κόκκαλο τα σκουλήκια. Οι πόλεμοί σας που ταΐζουνε την πείνα μας και μεγαλώνει και θεριεύει. Οι παχυλοί, αδικαιολόγητοι και άδικοι μισθοί σας που αφήνουνε τις τσέπες τις δικές μας άδειες, να μετράμε ένα ένα το ευρώ να βγάλουμε τον μήνα. Κράτη της λαμογιάς, της κουμπαριάς, της ρουσφετοκρατίας. Της μετριότητας κράτη, λοιπόν. Αυτό εκ των πραγμάτων είστε.
Ω κοινωνία! Χαζογκόμενα αγκαλιά με χαζογκόμενο, ψωνισμένοι στο ίνστα, στο τικ τοκ κι άγιος ο θεός. To φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι. Αυτό μόνο σε νοιάζει. Η εικόνα σου. Όλα μια εικόνα επίπλαστη. Σε κάνω χάζι που μετράς την αξία και την επιτυχία με το χρήμα, αυτό κι αν είναι ο θεός σου. Κοινωνία της βόλεψης. Πατάς επί πτωμάτων για την πάρτη σου και δεν πας πουθενά με τον σταυρό στο χέρι. Αλλά κάνεις τον σταυρό σου και βγάζεις ποτάμια αστείρευτα τον φθόνο και το μίσος σου. Κοινωνείς ενώ εύχεσαι ψόφο και καρκίνο, εσύ η θεούσα και η άσπιλη. Και εξομολογείσαι· και φτου και φτου κι απ' την αρχή και πάλι το βιολί σου. Μα κατά τ' άλλα η θετικότητα σε μάρανε, στο ροζ σου συννεφάκι. Της θετικότητάς σου δε η υπερβολή, η νέα τοξικότητά σου.
Ω κράτη, κοινωνίες πώς ξεχνάτε! Πως κάθε που κάνετε τα σάπια σας, στο όνομα του όποιου θεού σας, σταυρώνετε κάθε φορά, κάθε στιγμή τον ίδιό σας τον θεό.
Άνεμο κάνε με, Κύριε. Κάνε με άνεμο. Να φυσήξω και να μας γκρεμίσω κάτω όλους. Μπας και γλιτώσουμε από το είδος μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου