Του Διάκου
Ένας ο Πατήρ, ένας ο Υιός, ένα το Άγιο Πνεύμα
Κι ο Διάκος ο αμόλευτος
ένας κι άλλος κανένας
Ο Θάνος των γλυκών νερών
των ανυπότακτων σταυρών
των ανθισμένων λιβαδιών
των θαλερών των δέντρων
απάτητων βουνοκορφών αφέντης και θεός
κλέφτης αρματολός
κει που ’χει τ’ αδέρφι του τον αϊτό
μονάχη του παρέα
Ο Θάνος είμαι το αδέρφι σου το μπιστικό
κείνο το όμορφο παιδί που όλες τραγουδήσαν
–η πλάση όλη λύγισε και οι καρδιές ραγίσαν–
που μίλησε εις τον θεό ένα ξημέρωμα Απρίλη μήνα
και με φωνή αστροπελέκι φώναξε:
Κι εμένα, Κύριε, το όνομά μου αρχίζει από θήτα
αλλά Θωμάς δε γίνομαι!
Μες στην καρδιά της Άνοιξης
που θρέφονται οι άνοιξες των κόσμων όλων
που το χαμόγελο τρανεύει σα θεριό
επέλεξα το όνομά μου να τιμήσω
Αθανάσιος μου έλαχε να γεννηθώ
κι Αθάνατος είπα στη μάνα μου πως θα πεθάνω
Κι εκείνη με επίστεψε. Τόσο που μ’ αγαπούσε.
Σταυρώστε με, τους πρόσταξα, σαν τον Χριστό
Μα κείνοι κάθετα είπαν να με σουβλίσουν
– στη θέα του σταυρού, θαρρείς, θα λιώνανε σαν το κερί.
Κι όταν με κάρφωσαν, έτσι στητός
στο μπόι μου ολόρθος καθώς ήμουν
τον ήλιο αγνάντευα ψηλά στον ουρανό
–κάπου μες στο νεφέλωμα, Χριστέ, αθέατο σε είδα–
το χνούδι του γαργαλητό στο πρόσωπο επάνω
κι αγέρας δροσερός εχάιδευε τα πλούσια μαλλιά μου
σε σένανε εμίλησα, Ελευθεριά:
Εσέ όλη μου τη ζωή ανίμενα
Για την αγάπη σου πεθαίνω, Ελευθερία
Κι αφού εγώ δε σ’ είχα
να σ’ έχει θέλω η αγάπη η μεγάλη μου.
Η Ρωμιοσύνη μου παντοτινά δικιά σου ας γενεί, Ελευθερία!
Κι ο Διάκος ο αμόλευτος
ένας κι άλλος κανένας
Ο Θάνος των γλυκών νερών
των ανυπότακτων σταυρών
των ανθισμένων λιβαδιών
των θαλερών των δέντρων
απάτητων βουνοκορφών αφέντης και θεός
κλέφτης αρματολός
κει που ’χει τ’ αδέρφι του τον αϊτό
μονάχη του παρέα
Στου ρασοφόρου άγγελου τα φουσκωμένα στέρνα
κραυγή που σαν το ψάρι σπαρταρά σ’ ανήλιαγη στεριά
κάτου στην Αλαμάνα
Ο Θάνος είμαι το αδέρφι σου το μπιστικό
κείνο το όμορφο παιδί που όλες τραγουδήσαν
–η πλάση όλη λύγισε και οι καρδιές ραγίσαν–
που μίλησε εις τον θεό ένα ξημέρωμα Απρίλη μήνα
και με φωνή αστροπελέκι φώναξε:
Κι εμένα, Κύριε, το όνομά μου αρχίζει από θήτα
αλλά Θωμάς δε γίνομαι!
Μες στην καρδιά της Άνοιξης
που θρέφονται οι άνοιξες των κόσμων όλων
που το χαμόγελο τρανεύει σα θεριό
επέλεξα το όνομά μου να τιμήσω
Αθανάσιος μου έλαχε να γεννηθώ
κι Αθάνατος είπα στη μάνα μου πως θα πεθάνω
Κι εκείνη με επίστεψε. Τόσο που μ’ αγαπούσε.
Σταυρώστε με, τους πρόσταξα, σαν τον Χριστό
Μα κείνοι κάθετα είπαν να με σουβλίσουν
– στη θέα του σταυρού, θαρρείς, θα λιώνανε σαν το κερί.
Κι όταν με κάρφωσαν, έτσι στητός
στο μπόι μου ολόρθος καθώς ήμουν
τον ήλιο αγνάντευα ψηλά στον ουρανό
–κάπου μες στο νεφέλωμα, Χριστέ, αθέατο σε είδα–
το χνούδι του γαργαλητό στο πρόσωπο επάνω
κι αγέρας δροσερός εχάιδευε τα πλούσια μαλλιά μου
σε σένανε εμίλησα, Ελευθεριά:
Εσέ όλη μου τη ζωή ανίμενα
Για την αγάπη σου πεθαίνω, Ελευθερία
Κι αφού εγώ δε σ’ είχα
να σ’ έχει θέλω η αγάπη η μεγάλη μου.
Η Ρωμιοσύνη μου παντοτινά δικιά σου ας γενεί, Ελευθερία!
Αθανάσιος Διάκος
Πίνακας του Διονύσιου Τσόκου (πηγή: Διαδίκτυο)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου