Μιχαήλ Σίμωνος (1946-2018), (c) Nicoletta Simonos ΤΟΝ ΓΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ Μιχαήλ Άγγελο Θα τον ονόμαζα Τα γαλαζοπράσινα μάτια Σπίθες ενός ηρωισμού Ατόφιου που δε γύρεψε τις δόξες Σαν τους άλλους Που δε γύρεψε τις δόξες σαν τους άλλους Τις ρηχές Γιατί οι δόξες Οι ατόφιες γύρεψαν αυτόν Σιωπηλά χωρίς φανφάρες Όπως αξίζει στους ήρωες τους αληθινούς
Ι Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Να σπέρνω θέλω Όχι να θερίζω ΙΙ Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Μήτε να σπέρνω θέλω Μήτε να θερίζω – οσμή ολέθρου ζέχνουν και τα δυο Θέλω να καβαλάω το κύμα να κολυμπώ στο ούζο να γλείφω τον ήλιο μαστίχα παγωτό. Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας
Sally Mann, 'Candy Cigarette', 1989, Πηγή Ορμώ στη χαρά να της δώσω τη λύπη μου. Λυπάται, μου λέει, και τρεις μ’ αρνείται σαν τον Θωμά τον άπιστο – τάχα η σώτειρά μου. Κι εγώ ούτε μέλι έχω για την πληγή μου, ούτε λίγο νερό να την καθαρίσω, να την ποτίσω να βγάλει φτερά. Φτεροκόπημα της αβύσσου η ψυχή μου Άβυσσο λέν’ τη χώρα μου μα δεν μιλώ για τα τραύματά μου. Τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα για κείνες τις πληγές σαν τη δική μου. Για τ’ ανεμοδαρμένα αδέλφια μου με τ’ αφανή δεσμά τους, που βγαίνει δις η πίστη τους στον κόσμο τούτο για να ζούνε, στον κόσμο τούτο που γι’ αυτά δε φτιάχτηκε, στον κόσμο τούτο που σαν κουκούτσι τα φτύνει. Και του αγριεύουν τα πουλιά και του θυμώνουν τα δέντρα κι επαναστατούν τα βουνά που αντάρτες γίνονται για χάρη τους, στον κόσμο τούτο που τα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά αντί να τα σηκώσει από το στρώμα και να τους βγάλει τις αλυσίδες, στον ήλιο να βγουν κι εκείνα να πάρει ανάσα το είναι τους. Μα όχι, όχι! Σαν το κουκούτσι ο κόσμος τούτος μάς φτύνε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου