Πήρα και την Κολέτ μαζί μου, σ’ εκείνο το ταξίδι στη Λα Λίνεα δε λα Κονθεπθιόν. Ήπιαμε τα ποτά μας σ’ ένα καταγώγιο στο κέντρο της πόλης, χορέψαμε τρελά, φλερτάραμε ασύστολα μπορώ να πω. Αλλά υποσχεθήκαμε το είναι μας σ’ εκείνο τον ένα, ίσως και στον κανένα. Παράξενη που είναι η ζωή. Σ’ αγάπησα για κείνο το στράβωμα το ελαφρύ στων χειλιών σου το μέρος το δεξί καθώς χαμογελάς. Μάλλον τούτο είναι που λέω όταν με ρωτούν γιατί σε αγαπώ – αν είναι δυνατόν να ρωτά κανείς τον άλλον κάτι τέτοιο. Αφού ο λόγος είν΄ άπιαστος που σ’ αγαπώ. Άμα δεν ήτανε, δεν θα σε αγαπούσα – στο υπογράφω. Κι όταν θα έρθω να σε βρω στο Ινβερνές, σ΄ εκείνο το παλιό ξενοδοχείο, μη μου χαρίσεις τριαντάφυλλα. Έχε μονάχα έτοιμα σεντόνια στο κρεβάτι σου. Τα θέλω να μυρίζουνε σαμπάνια. Μη με ρωτάς, λοιπόν, τι κράτησα από τα λόγια της, αγόρι μου. Όλα, θα σου 'λεγα, ή πάλι τούτο μονάχα: - Chérie, θα κάνεις που θα κάνεις κουταμάρες στη ζωή... ε, καν’ τες τουλάχιστον με κάποιον ενθουσιασμό, d'accord? - Μα ναι, Κολέτ!