Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2024
Είδα τη σκόνη την πυκνή να αιωρείται γύρω  μου και σκιάχτηκα μην τυχόν και έρημος γίνω: γιατί άλλο τι πιο έρημο από την έρημο δεν υπάρχει Και το παράδοξο: η έρημος αποζητά και συντηρεί την ερημιά της.

Ορατών τε πάντων και αοράτων

Εικόνα
Sally Mann, 'Candy Cigarette', 1989,  Πηγή Ορμώ στη χαρά να της δώσω τη λύπη μου. Λυπάται, μου λέει, και τρεις μ’ αρνείται σαν τον Θωμά τον άπιστο – τάχα η σώτειρά μου. Κι εγώ ούτε μέλι έχω για την πληγή μου, ούτε λίγο νερό να την καθαρίσω, να την ποτίσω να βγάλει φτερά. Φτεροκόπημα της αβύσσου η ψυχή μου Άβυσσο λέν’ τη χώρα μου μα δεν μιλώ για τα τραύματά μου. Τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα για κείνες τις πληγές σαν τη δική μου. Για τ’ ανεμοδαρμένα αδέλφια μου με τ’ αφανή δεσμά τους, που βγαίνει δις η πίστη τους στον κόσμο τούτο για να ζούνε, στον κόσμο τούτο που γι’ αυτά δε φτιάχτηκε, στον κόσμο τούτο που σαν κουκούτσι τα φτύνει. Και του αγριεύουν τα πουλιά και του θυμώνουν τα δέντρα κι επαναστατούν τα βουνά που αντάρτες γίνονται για χάρη τους, στον κόσμο τούτο που τα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά αντί να τα σηκώσει από το στρώμα και να τους βγάλει τις αλυσίδες, στον ήλιο να βγουν κι εκείνα να πάρει ανάσα το είναι τους.   Μα όχι, όχι! Σαν το κουκούτσι ο κόσμος τούτος μάς φτύνει

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι

Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι χαραμίζονται γραμμένα πάνω σε πλάκες καραμέλας παγωτά και σε ρυζόχαρτα που λιώνουνε μόλις χαθούν μέσα στο στόμα Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι Πόσα ποιήματα το καλοκαίρι ζωντανεύουνε κι ανθίζουνε Ιβίσκοι κόκκινοι και κίτρινοι κάτασπρα γιασεμιά πουλιά του παραδείσου   Μα να σου τα λόγια σας που τα καλύπτουνε Κείνα τα λόγια σας τα λαξευμένα σαν κάστρα απόρθητα πάνω στην αμμουδιά Ανάσα δεν παίρνουν τα ποιήματα κι η υπαρξιακή τους κρίση δεν αργεί, έτοιμη να τα σμπαραλλιάσει Μα τέτοια ακύρωση; Ο Αύγουστος μονάχα, θα σας πουν Μη μου ζητάς, λοιπόν, ποίημα τώρα να σου γράψω Εγώ πονώ τις λέξεις μου γιατί τον πόνο τους τον νιώθω και ριγώ Κλαίω εγώ το ποίημά μου γιατί νιώθω το άσκοπο του πράγματος που τ' απογοητεύει   Κλαίω, σας λέω, που το βλέπω τα μάτια του σαν κλείνει μια για πάντα ν' αποκοιμηθεί... Ημερολόγιο | 9η Αυγούστου 2024

Επιτάφιος | Christopher Logue

Εικόνα
  Christopher Logue (1926-2011) © Mark Gerson / National Portrait Gallery, London CHRISTOPHER LOGUE ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Γέρασα πια. Τίποτα δε με ενδιαφέρει. Έπειτα, Δεν είμαι και πολύ έξυπνος, Κι οι ιδέες μου Δεν έχουν ταξιδέψει παρά Ίσαμε τις πατούσες μου. Με ρωτάς: Ποια είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο ευτυχία; Δυο πράγματα: Το να αλλάζω γνώμη όπως αλλάζω μία πένα για ένα σελίνι· Και, Το ν’ ακούω Της κοπελίτσας Τη φωνή Που τραγουδάει διασχίζοντας την κατηφόρα Αφού πρώτα μ’ έχει ρωτήσει το δρόμο. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος  

Σήμερα | Mary Oliver

Εικόνα
Μαίρη Όλιβερ (1935-2019) ΜΑΙΡΗ ΟΛΙΒΕΡ ΣΗΜΕΡΑ Σήμερα πετάω χαμηλά και δε βγάζω άχνα. Αφήνω όλα τα βουντού της φιλοδοξίας κοιμισμένα. Ο κόσμος προχωρά όπως πρέπει, οι μέλισσες στον κήπο αφήνουν κάποιο βουητό, τα ψάρια χοροπηδούν, τα μυγάκια καταβροχθίζονται. Και πάει λέγοντας. Μα εγώ παίρνω ρεπό. Ήσυχη σαν το φτερό. Παραμένω ακίνητη παρόλο που στην πραγματικότητα διανύω μια απόσταση τρομακτική. Ηρεμία. Μία εκ των πυλών που σε μπάζουν στο ναό. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Καλοκαίρι

Εικόνα
Ι Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Να σπέρνω θέλω Όχι να θερίζω ΙΙ Μου είπες θέρος Και σου ’πα όχι Στην καλοκαιρία Μήτε να σπέρνω θέλω Μήτε να θερίζω – οσμή ολέθρου ζέχνουν και τα δυο Θέλω να καβαλάω το κύμα να κολυμπώ στο ούζο να γλείφω τον ήλιο μαστίχα παγωτό. Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας

Όταν μιλώ με την πατρίδα μου...

Κόκκινος ο ήλιος, κόκκινο το φεγγάρι, κόκκινη και η θάλασσα. Πενήντα χρόνους τώρα. Κι εσύ, μέρα και νύχτα, κοιμάσαι και ξυπνάς στο κόκκινο - μαζί σου κι η ψυχή μου. Μέσα στο κόκκινο -τ' άλλοτε καταγάλανα νερά σου- πλεούμενο εσύ μαγαρισμένο. Αχ, να 'τανε μονάχα κόκκινο του έρωτα                                                τούτο το κόκκινο του θανάτου!

Black dog

Εγκλωβισμένος από το ίδιο του το είναι, θεατής του αίματός του που κυλάει και φεύγει, δέσμιος μιας μάχης ατελέσφορης με τα υποσυνείδητα δεσμά του και μια λύτρωση σε οριστική αναβολή, τοιχώματα που δεν σπάνε                     κι η ζωή του να περνά με εκείνον χωρίς εκείνον.

Το Παρίσι μου

Εικόνα
Η μαμά κι εγώ στο Παρίσι (από το προσωπικό αρχείο μου) Άνοιξε, παραθύρι μου, να βουτήξω μέσα του,  να μεθύσω απ' του Σικουάνα το κρασί του, κι έτσι εντελώς νηφάλια, να πνιγώ στην ομορφιά του.  Τούτη θα 'ναι η αυτοχειρία μου.  Το ξέρω. Με περιμένει.  Μια ζωή με περιμένει το Παρίσι μου.

Ανεμάκια γιασεμάκια μου

Ανεμάκια γιασεμάκια μου Αγράμπελη και μέλι μου Αγιόκλημα και ταίρι μου Αεράκι και φιλάκι μου Γλυκό μαξιλαράκι μου Σε πίνω σαν τον οίνο του ροδιού Σ' αφήνω μες στο ρίγος του χαμού Απ' το φεγγάρι κάτω ενός μεσημεριού Στο κύμα του ωκεανού Στο κύμα αχανούς φιλιού Στο κύμα ατέρμονου σπασμού Νερό αλμυρό αγίασμα ευωδιαστό Άγιος έρωτας θεός και είναι τόσο ωραία... Ίσως, τελικά, και να ξέρω τι θέλω και τι δεν θέλω. Θέλω να μην ξέρω τι θέλω. Και δεν θέλω να ξέρω τι θέλω. Το 'λυσα κι αυτό. Πάμε παρακάτω. Ημερολόγιο | 8η Μαρτίου 2024 

Ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου

ήτανε τότε που έψαχνα στα τριαντάφυλλα για να σε βρω ένα-ένα τα πέταλα μαδούσα ραίνοντας το κενοτάφιό σου τότε που πήρα σβάρνα τον ερημίτη κήπο χαλί στρωμένο πάνω απ’ την κρημνώδη ακτή τότε που ρόδο δεν άφησα αμάδητο κι ας μ' απειλούσε ο ροδοκύρης το σουγιά του κραδαίνοντας τη χαρά μου σα να ’θελε στα δύο να κόψει μ’ ένα μοιραίο πλήγμα στην καρδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου γαλάζιο αστέρι εσύ εκείνο το πρωί που μου ’κλεισες το μάτι συνωμοτικά συνένοχος στη σκανταλιά μου στην τρέλα μου ή στην απελπισιά μου πέταλα άλικα λευκά και ροζουλί από το κενοτάφιο κι όλο το μονοπάτι ίσαμε κάτω στην αμμουδιά εκείνη των ιλαρών μα άμοιρων κυμάτων τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι αγαπηθήκαμε στα φανερά εκεί στην αμμουδιά ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου κι αγαπηθήκαμε στα φανερά με ρούχο μας μοναδικό το χρώμα των κορμιών μας –πόσο μας έδενε η διαφορά τους– τρελάθηκα από χαρά και σου ’πιασα το χέρι κι ύστερα έγειρα να κοιμηθώ στο στέρνο σου επάνω πού είν’ ο θάνατος, σε ρώτησα,

Πελώριος και κόκκινος | Ζακ Πρεβέρ

Εικόνα
Ζακ Πρεβέρ (1900-1977)  Πηγή φωτό JACQUES PRÉVERT ΠΕΛΩΡΙΟΣ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟΣ Πελώριος και κόκκινος Πάνω από το Γκραν Παλαί Ο χειμωνιάτικος ήλιος εμφανίζεται Κι εξαφανίζεται Σαν κι αυτόν η καρδιά μου θα εξαφανιστεί Και όλο μου το αίμα θα φύγει Θα φύγει να σε ψάξει Αγάπη μου Ομορφιά μου Και να σε βρει Εκεί όπου βρίσκεσαι. Μετάφραση: Νικολέττα Μ. Σίμωνος

Γραμμένο στ' όνειρο

Όταν γράφω ποιήματα τη νύχτα γράφω για πράγματα που γίνονται τη μέρα - όπως το φως του ήλιου καθώς πέφτει πάνω στο κανελί πλούσιο τρίχωμα της γάτας μου Όταν γράφω ποιήματα τη μέρα γράφω για πράγματα που γίνονται τη νύχτα - όπως όταν με λούζει του ερεβώδους ουρανού η αστερόσκονη και γίνομαι νεράιδα για το παλικάρι μου Στα δικά μου ποιήματα δεν λείπει η νύχτα από τη μέρα - μήτε τ΄ αντίθετο

Του έρωτα ή ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ

Όταν σ' ερωτεύομαι ξυπνώ το πρωί και δεν ανοίγω κουρτίνες, παράθυρα. Είμαι αυτόφωτη.   Όταν σ' ερωτεύομαι παύω να είμαι θνητή. Ανοίγω τα φτερά τους ουρανούς οργώνω το διαμαντένιο να σου φέρω δάκρυ εκείνου που σταυρώθηκε. Περασμένο σε αλυσίδα από αστράκια που μόλις γεννηθήκανε. Να σου στολίσει τον λαιμό. Να σε προσέχει, παλικάρι μου.   Όταν σ' ερωτεύομαι τίγρης γίνομαι. Και φοβάμαι πως η καδένα στον λαιμό σου δεν θα μείνει για πολύ εκεί ακόμα. Κι αναρωτιέμαι ποιος, από εμένα την αυτόφωτη, τη μη θνητή, την τίγρη, την ερωτευμένη μαζί σου, θα μπορέσει να σε σώσει, αγόρι μου, του έρωτά μου εσύ ο υάκινθος ο πέρκαλλος, ο μέγας...
Γιατί τι είμαστε στην τελική; Μια παύλα ανάμεσα σε δυο ημερομηνίες. Αυτό είμαστε. Ή μάλλον ήμασταν. Μια τόση δα παυλίτσα που χάνεται μες στην ασήμαντη  σημαντικότητα της γέννησης και του θανάτου. Ένα τίποτα δηλαδή. Ίσως πάλι τα πάντα. Ή μάλλον τα πάντα που δεν ήταν τίποτα. Ή μάλλον το τίποτα που ήταν τα πάντα. Ημερολόγιο | 20.01.2024

J'en ai marre!

Εικόνα
Source: https://www.theparisreview.org/blog/2018/05/01/may-68-posters-of-the-revolution/ χαζοκούτια χαζοπεριοδικά χαζοβιόλες χαζοβιόληδες κι ειδήσεις να χαρώ μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει βομβαρδίζουνε εμάς τα πνεύματα ενός σύμπαντος άλλου πού ζω πώς βρέθηκα εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά απορώ κι εξίσταμαι να 'ναι καλά η ασπίδα μου                     - απ' το καλύτερο ατσάλι μα απ' την πολλή τη χρήση την πάω κάθε τρεις και λίγο για συντήρηση                      - γαμώ τις αφραγκιές μου

Το σούρουπο, όταν μου μιλά

βραδιάζει πέφτει το σούρουπο το κόκκινο μπλαβίζει της πασχαλίτσας βαραίνει τα ματόκλαδα της γης της λάμπας το κιτρινισμένο φως χλομιάζει τα πρόσωπα σ' έναν κόσμο δίχως ζωντανούς δίχως αθώους ψες ένα όνειρο έβλεπα: πως η γέννα ήταν ο θάνατος κι ο θάνατος η γέννα γιατί αν τώρα είν' η ζωή κι όχι ο θάνατος πού είναι τότε οι ζωντανοί; πού οι αθώοι; τους λυτρωμένους ψάχνω μα δε βρίσκω.