Ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου

ήτανε τότε που έψαχνα στα τριαντάφυλλα για να σε βρω
ένα-ένα τα πέταλα μαδούσα ραίνοντας το κενοτάφιό σου
τότε που πήρα σβάρνα τον ερημίτη κήπο χαλί στρωμένο πάνω
απ’ την κρημνώδη ακτή
τότε που ρόδο δεν άφησα αμάδητο κι ας μ' απειλούσε ο ροδοκύρης
το σουγιά του κραδαίνοντας
τη χαρά μου σα να ’θελε στα δύο να κόψει
μ’ ένα μοιραίο πλήγμα στην καρδιά

ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου
γαλάζιο αστέρι εσύ εκείνο το πρωί
που μου ’κλεισες το μάτι συνωμοτικά
συνένοχος στη σκανταλιά μου
στην τρέλα μου ή στην απελπισιά μου

πέταλα άλικα λευκά και ροζουλί
από το κενοτάφιο
κι όλο το μονοπάτι ίσαμε κάτω
στην αμμουδιά εκείνη
των ιλαρών μα άμοιρων κυμάτων

τρελάθηκα από χαρά
και σου ’πιασα το χέρι
κι αγαπηθήκαμε στα φανερά
εκεί στην αμμουδιά
ο παγερός αέρας είχε το άρωμά σου

κι αγαπηθήκαμε στα φανερά
με ρούχο μας μοναδικό
το χρώμα των κορμιών μας
–πόσο μας έδενε η διαφορά τους–
τρελάθηκα από χαρά
και σου ’πιασα το χέρι
κι ύστερα έγειρα να κοιμηθώ στο στέρνο σου επάνω

πού είν’ ο θάνατος, σε ρώτησα, σε τούντην αμμουδιά;
και μου απάντησες:
στα ρόδα, ρόδο, μ’ έψαχνες μα μέσα σου με βρήκες
είδες που αν και πεθαμένοι δεν αισθανόμαστε το θάνατο;

                                                                            Θα σ’ αγαπώ αιώνια, 
                                                                                               σου είπα.






Α' δημοσίευση: Μονόκλ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι