Ορατών τε πάντων και αοράτων



Sally Mann, 'Candy Cigarette', 1989, Πηγή


Ορμώ στη χαρά να
της δώσω τη λύπη μου.
Λυπάται, μου λέει, και
τρεις μ’ αρνείται σαν
τον Θωμά τον άπιστο
– τάχα η σώτειρά μου.
Κι εγώ
ούτε μέλι έχω για την πληγή μου,
ούτε λίγο νερό να την καθαρίσω,
να την ποτίσω
να βγάλει φτερά.

Φτεροκόπημα της αβύσσου η ψυχή μου

Άβυσσο λέν’ τη χώρα μου
μα δεν μιλώ για τα τραύματά μου.
Τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα για
κείνες τις πληγές σαν τη δική μου.
Για τ’ ανεμοδαρμένα αδέλφια μου
με τ’ αφανή δεσμά τους,
που βγαίνει δις η πίστη τους στον
κόσμο τούτο για να ζούνε,
στον κόσμο τούτο που
γι’ αυτά δε φτιάχτηκε,
στον κόσμο τούτο που
σαν κουκούτσι τα φτύνει.
Και του αγριεύουν τα πουλιά
και του θυμώνουν τα δέντρα
κι επαναστατούν τα βουνά που
αντάρτες γίνονται για χάρη τους,
στον κόσμο τούτο που
τα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά αντί
να τα σηκώσει από το στρώμα και
να τους βγάλει τις αλυσίδες,
στον ήλιο να βγουν κι εκείνα
να πάρει ανάσα το είναι τους.
 
Μα όχι, όχι! Σαν το κουκούτσι ο κόσμος τούτος μάς φτύνει!

Τα τραύματά μου,
τα ’χω κάνει γάζες και ράμματα και
γιατρικό για τις πληγές σας, αδελφοί μου.
 
Εγώ δεν έχω τόπο για
να μιλήσω για τον τόπο μου.
 
Μια αόρατη άβυσσο έχω – και ποιος θέλει τώρα γι’ αβύσσους να μιλάμε…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τον γιο που δεν έχω

Καλοκαίρι

1974, Το μαύρο καλοκαίρι