Ω κράτη! Τα Τέμπη σας, το Μαρί σας. Τα χάρτινα κλουβιά που πέφτουν σαν φύλλα απ' το δέντρο και μας πλακώνουν με ατσάλι σάμπως το πιο ασήκωτο, τόσο που βγαίνει η ψυχή μας. Τους τοκογλύφους σας - βλ. τις τράπεζές σας: δόντια κοκόφορμα με ρίζες σαπισμένες - τις γλείψαν σαν σκυλί το κόκκαλο τα σκουλήκια. Οι πόλεμοί σας που ταΐζουνε την πείνα μας και μεγαλώνει και θεριεύει. Οι παχυλοί, αδικαιολόγητοι και άδικοι μισθοί σας που αφήνουνε τις τσέπες τις δικές μας άδειες, να μετράμε ένα ένα το ευρώ να βγάλουμε τον μήνα. Κράτη της λαμογιάς, της κουμπαριάς, της ρουσφετοκρατίας. Της μετριότητας κράτη, λοιπόν. Αυτό εκ των πραγμάτων είστε. Ω κοινωνία! Χαζογκόμενα αγκαλιά με χαζογκόμενο, ψωνισμένοι στο ίνστα, στο τικ τοκ κι άγιος ο θεός. To φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι, το φαίνεσθαι. Αυτό μόνο σε νοιάζει. Η εικόνα σου. Όλα μια εικόνα επίπλαστη. Σε κάνω χάζι που μετράς την αξία και την επιτυχία με το χρήμα, αυτό κι αν είναι ο θεός σου. Κοινωνία της βόλεψης. Πατάς επί πτωμάτων για την πάρτη σο