Marine, Antibes (1955), Nicolas de Staël (French/Russian, 1914–1955) Η υποψία της χολής μαυρίζει χώματα και τρώει. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι είσαι τα πάντα με το γέλιο της ψυχής σου. Σου το ΄χουν κλέψει για, μα κάτι τύποι σα κι εμέ το βλέπουν στη μορφή σου. Έλα να σε φιλέψω, βρε γιαβρί, να φάμε κι άσπρο πάτο δεκαράκι. Τσιγάρο άφιλτρο τα ξημερώματα εσύ και κάτι ξίδια σου για να ξεχάσεις. Κι εγώ με ζάναξ, να νομίζω πως κοιμάμαι κι όλα ντάξει στη ζωή. Μη μου χτενίζεις τα μαλλιά, γλυκό μου, να χαρείς. Τα δάχτυλά σου μπλέξε μέσα κει και κάνε μασαζάκι. Κι εγώ στον τοίχο απέναντι τον μπλε του Νικολά ντε Σταλ θα ζωγραφίσω κύματα λευκά. Έλα να πιάσουμε μαζί να ρίχνουμε μες στο νερό τα βοτσαλάκια. Μα το θεό, πόσο ωραία τα περνάμε στο σαλόνι. Να 'ρχεσαι, βρε γιαβρί. Κάποια άλλη μέρα στη θάλασσα του Νικολά να κολυμπήσουμε όπως μας γέννησε η μάνα μας παρέα. Παιδί που δεν είσαι κανείς. Κι όμως τα πάντα είσαι με το γέλιο της ψυχής σου. Α' δημοσίευση: Μονόκλ